διεκφεύγω: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διεκφεύγω:''' убегать, избегать (τὸν κίνδυνον Plut.). | |elrutext='''διεκφεύγω:''' [[убегать]], [[избегать]] (τὸν κίνδυνον Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[escape]] [[completely]], Plut. | |mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[escape]] [[completely]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:07, 20 August 2022
English (LSJ)
strengthened for ἐκφεύγω, Plu.Cam.27 (v.l.); A κακίαν Corp.Herm.12.7; διὲκ πέτρας φ. A.R.2.616.
German (Pape)
[Seite 618] (s. φεύγω), entfliehen; τὸν κίνδυνον Plut. Camill. 27.
Greek (Liddell-Scott)
διεκφεύγω: ἐπιτεταμ. ἐκφεύγω, Πλούτ. Καμίλλ. 27· διὲκ πέτρας φ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 616.
French (Bailly abrégé)
ao.2 part. διεκφυγόντες;
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: διά, ἐκφεύγω.
Spanish (DGE)
1 escapar de o evitar τὰς χεῖρας ἡμῶν I.BI 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.Cic.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio, Corp.Herm.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.Aet.173.13.
2 local escapar a través de, huir cruzando c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.Au.2.5.
Greek Monolingual
(Α) εκφεύγω
1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω
2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.)
νεοελλ.
(αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η θεωρία της σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια της συνηθισμένης μάθησης»)
αρχ.
(αναφορικά με πάθος ή ελάττωμα) αποφεύγω, απαλλάσσομαι.
Greek Monotonic
διεκφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, διαφεύγω, ξεφεύγω ολοκληρωτικά, γλιτώνω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διεκφεύγω: убегать, избегать (τὸν κίνδυνον Plut.).
Middle Liddell
fut. -φεύξομαι
to escape completely, Plut.