ἐξαγορεύω: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksagoreyo | |Transliteration C=eksagoreyo | ||
|Beta Code=e)cagoreu/w | |Beta Code=e)cagoreu/w | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. ἐξαγορεύσω <span class="title">Epic.Alex.Adesp.</span>2.55: aor. supplied by [[ἐξειπεῖν]], fut. and pf. (exc. in late authors) by [[ἐξερῶ]], [[ἐξείρηκα]]:—[[tell out]], [[make known]], [[declare]], ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν <span class="bibl">Od.11.234</span>; [[betray]] a secret or mystery, <span class="bibl">Hdt.2.170</span>; τι πρός τινα <span class="bibl">Id.9.89</span>; ἐ. ἀπόρρητα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>33</span>; [[confess]], τὰς ἁμαρτίας <span class="bibl">LXX<span class="title">Le.</span>5.5</span>, Plu.2.168d: abs., Rhetor. in ''Cat. Cod.Astr''.8(4).148:—Pass., <b class="b3">-εύεσθαι τὸ πάθος</b> Sch.<span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>142</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:03, 24 August 2022
English (LSJ)
fut. ἐξαγορεύσω Epic.Alex.Adesp.2.55: aor. supplied by ἐξειπεῖν, fut. and pf. (exc. in late authors) by ἐξερῶ, ἐξείρηκα:—tell out, make known, declare, ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Od.11.234; betray a secret or mystery, Hdt.2.170; τι πρός τινα Id.9.89; ἐ. ἀπόρρητα Luc.Pisc.33; confess, τὰς ἁμαρτίας LXXLe.5.5, Plu.2.168d: abs., Rhetor. in Cat. Cod.Astr.8(4).148:—Pass., -εύεσθαι τὸ πάθος Sch.Ptol.Tetr.142.
German (Pape)
[Seite 861] aussagen, verkündigen, Od. 11, 234; ausplaudern, verrathen, πρός τινά τι, Her. 9, 89 u. Sp.; ἀπόῤῥητα Luc. Piscat. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγορεύω: (ὡς ἀόρ. ἔχει τὸ ἐξεῖπον, ὡς μέλλ. δὲ καὶ πρκμ. (ἐξαιρουμένων τῶν μεταγεν. συγγραφ.) τοὺς τύπους ἐξερῶ, ἐξείρηκα), σαφῶς ἀγορεύω, φανερῶς λέγω, ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Ὀδ. Λ. 234· φανερώνω, προδίδω μυστικόν, Ἡρόδ. 2. 170· τι πρός τινα ὁ αὐτ. 1. 89· ἐξαγορεύειν ἀπόρρητα Λουκ. Ἁλ. 33: - παρ’ Ἐκκλ., ἐξομολογοῦμαι τὰς ἁμαρτίας, Ἑβδ. (Λευϊτ. Ε΄, 5), Πλούτ. 2. 168D· ἴδε τὸ ῥῆμα ἐξαγγέλλω.
French (Bailly abrégé)
faire connaître, révéler : ἀπόρρητα LUC des secrets ; abs. révéler un secret.
Étymologie: ἐξ, ἀγορεύω.
English (Autenrieth)
relate, Od. 11.234†.
Spanish (DGE)
1 gener. proclamar, declarar, hacer público ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Od.11.234, ἐτώσιον ἐξαγορεύσω Epic.Alex.Adesp.2.55, cf. Orph.A.1118, ὅπερ οἶδα ἐξαγορεύειν οὐχ οἱόν τέ μοι A.Thom.A 131
•esp. c. ac. ref. a secretos y misterios revelar, desvelar οὔτε πρὸς τοὺς Φωκέας ἐξηγόρευε οὐδέν Hdt.9.89, cf. Plu.Eum.6, Sch.Od.15.529, τὰ τοῦ Ἔρωτος ... μυστήρια Ach.Tat.5.26.3, cf. Longus 3.30.5, Hld.10.29.4, Alciphr.1.8.1
•abs. Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).148.22
•frec. en cont. relig. αἱ ταφαὶ τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι ... ἐξαγορεύειν τοὔνομα Hdt.2.170, ταῖν θεαῖν τὰ ἀπόρρητα Luc.Pisc.33, cf. D.L.1 proem.5, Paus.8.44.6, τοὺς χρησμούς Iust.Phil.Coh.Gr.37.1
•en v. med. mismo sent. ἐξαγορεύσεται τὰ δαιμόνια 2Apoc.2.
2 declarar, reconocer, confesar una falta o delito τινὰς ἁμαρτίας αὑτοῦ καὶ πλημμελείας Plu.2.168d, en uso abs. IKnidos 150A.4 (I d.C.)
•frec. esp. en lit. jud.-crist. confesar τὴν ἁμαρτίαν LXX Le.5.5, Gr.Naz.M.36.397A, cf. Ph.1.698, Origenes M.17.249B, τὰς οἰκείας ... θεομαχίας Eus.VC 1.59.1, τὴν αἰτίαν ... δι' ἣν ἥμαρτε Ath.Al.M.27.376B, cf. Meth.Lepr.6.9, Basil.M.31.945B
•abs. hacer una confesión, confesar LXX 2Es.10.1, IKnidos 150A.4 (I d.C.).
Greek Monolingual
και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) αγορεύω
1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια
2. (για πνευματικό) εξομολογώ
3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια
4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό
5. μέσ. εξαγορεύομαι
εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου
μσν.
υπαγορεύω τη διαθήκη μου.
Greek Monotonic
ἐξᾰγορεύω: (ο αόρ. συμπληρώνεται από τον τύπο ἐξεῖπον, ο μέλ. και ο παρακ. από τα ἐξερῶ, ἐξείρηκα), εξιστορώ, γνωστοποιώ, διακηρύσσω, σε Ομήρ. Οδ.· προδίδω μυστικό ή αποκαλύπτω κάτι απόρρητο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰγορεύω:
1) рассказывать, объявлять, сообщать (ὃν γόνον Hom.; ἁμαρτίας αὑτοῦ Plut.);
2) разглашать, выдавать, открывать (οὐδὲν πρός τινα Her.; τὰ ἀπόρρητα Luc.; αἰτίας ἀπορρήτους περί τινος Plut.).
Middle Liddell
[the aor. is supplied by ἐξεῖπον, the fut. and perf. by ἐξερῶ, ἐξείρηκα
to tell out, make known, declare, Od.: to betray a secret or mystery, Hdt.