φρύγιος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
mNo edit summary |
Tag: Undo |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηρός]], [[στεγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλάγ</i>-<i>ιος</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηρός]], [[στεγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλάγ</i>-<i>ιος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο / [[φρύγιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[Φρυγία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φρύγιος]] [[τρόπος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ένας]] από τους [[τρεις]] θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φρύγιον]]<br />(ενν. [[ἔδαφος]]) το [[έδαφος]], η [[χώρα]] της Φρυγίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φρύγια μέλεα»<br /><b>μουσ.</b> ζωηρά μουσικά [[μέλη]] που παίζονταν με τη [[συνοδεία]] αυλού [[κατά]] τη [[λατρεία]] της Κυβέλης<br />β) «[[φρύγιος]] [[πῖλος]]» — ο [[φρυγικός]] [[πίλος]]<br />γ) «[[φρύγιος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:38, 24 August 2022
English (LSJ)
α, ον, dry, Hsch. See also Φρύγιος.
German (Pape)
[Seite 1311] dürr, trocken, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρύγιος: [ῡ], -α, -ον, (φρύγω) «ξηρὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ιος (πρβλ. πλάγ-ιος)].
(II)
-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Φρυγία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες
νεοελλ.
φρ. «φρύγιος τρόπος»
μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον
(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα της Φρυγίας
2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»
μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία της Κυβέλης
β) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλος
γ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.