τάφρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τράφος]], ὁ, Ν, και [[τράφος]], ἡ, ΜΑ<br />όρυγμα, [[χαντάκι]], το οποίο παλαιότερα περιέβαλλε για λόγους αμυντικούς τα [[κάστρα]] και τα οχυρά (α. «άνοιξαν [[γύρω]] [[γύρω]] μεγάλες τάφρους» β. «βαθεῑαν ὀρύξομεν [[ἐγγύθι]] τάφρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τεκτονική]] [[τάφρος]]»<br /><b>γεωλ.</b> <b>βλ.</b> [[τεκτονικός]]<br />β) «ωκεάνια [[τάφρος]]»<br />(γεωλ.-ωκεαν.) [[κάθε]] επίμηκες, στενό και με απότομες πλευρές, [[βύθισμα]] του ωκεάνιου βυθού, στο οποίο υπάρχουν τα μεγαλύτερα ωκεάνια [[βάθη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρδευτικό [[αυλάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τάφρον [[ἐλαύνω]]» — [[σκάβω]] τάφρο [[κατά]] [[μήκος]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τάφρος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- του <i>θάπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νῆ</i>-<i>σος</i>) και [[ένθημα]] -<i>ρ</i>-, που, [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορεί να ανήκει στο θ. (<b>βλ.</b> και λ. [[θάπτω]]). Ο τ. [[τράφος]] (<i>ἡ</i>) <span style="color: red;"><</span> [[τάφρος]], με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-, ενώ ο νεοελλ. τ. [[τράφος]] (<i>ὁ</i>) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[τράφος]] (<i>ἡ</i>) με αναλογική [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] τα σημασιολογικώς συγγενή [[λάκκος]], [[βόθρος]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τράφος]], ὁ, Ν, και [[τράφος]], ἡ, ΜΑ<br />όρυγμα, [[χαντάκι]], το οποίο παλαιότερα περιέβαλλε για λόγους αμυντικούς τα [[κάστρα]] και τα οχυρά (α. «άνοιξαν [[γύρω]] [[γύρω]] μεγάλες τάφρους» β. «βαθεῖαν ὀρύξομεν [[ἐγγύθι]] τάφρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τεκτονική]] [[τάφρος]]»<br /><b>γεωλ.</b> <b>βλ.</b> [[τεκτονικός]]<br />β) «ωκεάνια [[τάφρος]]»<br />(γεωλ.-ωκεαν.) [[κάθε]] επίμηκες, στενό και με απότομες πλευρές, [[βύθισμα]] του ωκεάνιου βυθού, στο οποίο υπάρχουν τα μεγαλύτερα ωκεάνια [[βάθη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρδευτικό [[αυλάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τάφρον [[ἐλαύνω]]» — [[σκάβω]] τάφρο [[κατά]] [[μήκος]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τάφρος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- του <i>θάπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νῆ</i>-<i>σος</i>) και [[ένθημα]] -<i>ρ</i>-, που, [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορεί να ανήκει στο θ. (<b>βλ.</b> και λ. [[θάπτω]]). Ο τ. [[τράφος]] (<i>ἡ</i>) <span style="color: red;"><</span> [[τάφρος]], με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-, ενώ ο νεοελλ. τ. [[τράφος]] (<i>ὁ</i>) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[τράφος]] (<i>ἡ</i>) με αναλογική [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] τα σημασιολογικώς συγγενή [[λάκκος]], [[βόθρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:05, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάφρος Medium diacritics: τάφρος Low diacritics: τάφρος Capitals: ΤΑΦΡΟΣ
Transliteration A: táphros Transliteration B: taphros Transliteration C: tafros Beta Code: ta/fros

English (LSJ)

ἡ, ditch, trench, freq. in Il. (once in Od., 21.120); τάφρον ὀρύξομεν Il.7.341, cf. IG12.94.21,34, Th.2.78, al.; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν drew a trench, Il.7.449, cf. Hdt.4.3, Alcid.Od.5, etc.; τάφρων ὕπερ over the trenches, S.Aj.1279, cf. Aen.Tact.37.3, al., OGI90.24 (Rosetta, ii B.C.); irrigation-ditch, PHal.1.97, al., PSI6.597.5 (both iii B.C.): it is sometimes found as masc. in codd., e.g. Ph.Bel. 99.43 (cod. V), D.S.22.10.5; but βαθύν is Ep. for βαθεῖαν in Call.Del. 37: Dor. τράφος Tab.Heracl.1.130, 2.51.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, der Graben, Hom. u. Folgde; τάφρον ὀρύσσειν, Il. 7, 341. 440; τάφρον ἤλασαν, 449. 9, 349; Soph. Ai. 1258; Eur. oft, auch τύμβου τάφρον ἐς κοίλην, Hec. 900; διαπηδᾶν τάφρον, Ar. Ach. 1141; u. in Prosa, Plat. Euthyphr. 4 c Critia. 118 c, u. Folgde überall; – Callim. soll das Wort auch als masc. gebraucht haben, wie es auch Alcidam. u. Apollod. 1, 8, 1 hat. – Es hängt mit θάπτω, τάφος, wie im Deutschen Grab u. Graben zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

τάφρος: ἡ, (ἴδε θάπτω), ὡς καὶ νῦν, χάνδαξ, ὄρυγμα, κοινῶς «χανδάκι», συχν. παρ’ Ὁμήρ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· τάφρον ὀρύσσειν Ἰλ. Η. 341, κτλ.· τ. ἐλαύνειν, ὀρύσσειν τάφρον εἰς μῆκος, αὐτόθι 450· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 3, καὶ τοῖς Ἀττ.· τάφρων ὕπερ, ὑπεράνω τῶν τάφρων, Σοφ. Αἴ. 1279· - τινὲς ἐκ τῶν λίαν μεταγενεστέρων συγγραφέων ἔχουσι τὴν λέξιν ὡς ἀρσ. γένους καὶ οὕτως εὑρίσκεται ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀλκιδάμ. 184. 28· ἀλλὰ παρὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. 37, βαθύν ἥλαο τάφρον, τὸ βαθὺν κεῖται Ἐπικῶς ἀντὶ βαθεῖαν, ὡς γίνεται συχνάκις ἐπὶ τοιούτων λέξεων. Ὁ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι τύπος τράφος ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναι (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130., 5775. 51).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
fosse, fossé.
Étymologie: θάπτω.

English (Autenrieth)

(θάπτω): ditch, trench.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τράφος, ὁ, Ν, και τράφος, ἡ, ΜΑ
όρυγμα, χαντάκι, το οποίο παλαιότερα περιέβαλλε για λόγους αμυντικούς τα κάστρα και τα οχυρά (α. «άνοιξαν γύρω γύρω μεγάλες τάφρους» β. «βαθεῖαν ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τεκτονική τάφρος»
γεωλ. βλ. τεκτονικός
β) «ωκεάνια τάφρος»
(γεωλ.-ωκεαν.) κάθε επίμηκες, στενό και με απότομες πλευρές, βύθισμα του ωκεάνιου βυθού, στο οποίο υπάρχουν τα μεγαλύτερα ωκεάνια βάθη
αρχ.
1. αρδευτικό αυλάκι
2. φρ. «τάφρον ἐλαύνω» — σκάβω τάφρο κατά μήκος (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τάφρος < θ. ταφ- του θάπ-τω + κατάλ. θηλ. -ος (πρβλ. νῆ-σος) και ένθημα -ρ-, που, κατά μία άποψη, μπορεί να ανήκει στο θ. (βλ. και λ. θάπτω). Ο τ. τράφος () < τάφρος, με μετάθεση του -ρ-, ενώ ο νεοελλ. τ. τράφος () < αρχ. τράφος () με αναλογική αλλαγή γένους κατά τα σημασιολογικώς συγγενή λάκκος, βόθρος.

Greek Monotonic

τάφρος: ἡ (θάπτω), χαντάκι, όρυγμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· τάφρον ὀρύσσειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τάφρον ἐλαύνειν, ανοίγω χαράκωμα, σκάβω τάφρο, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τάφρος:ров (τάφρον ὀρύσσειν Hom. etc.; τάφρον διαπηδᾶν Arph.).

Middle Liddell

τάφρος, ἡ, θάπτω
a ditch, trench, Hom., etc.; τάφρον ὀρύσσειν Il., etc.; τ. ἐλαύνειν to draw a trench, Il.

English (Woodhouse)

ditch

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)