ἀντισήκωμα: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ntish/kwma | |Beta Code=a)ntish/kwma | ||
|Definition=ατος, τό, [[equipoise]], [[compensation]], <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>238.10</span> (vi/vii A. D.), <span class="bibl">Eust.546.24</span>. | |Definition=ατος, τό, [[equipoise]], [[compensation]], <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>238.10</span> (vi/vii A. D.), <span class="bibl">Eust.546.24</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[compensación]] Eust.546.25<br /><b class="num">•</b>c. gen. ψελλίων <i>SB</i> 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων <i>PSI</i> 238.10 (VI/VII d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντισήκωμα''': -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24. | |lstext='''ἀντισήκωμα''': -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[ἀντισήκωμα]]) [[αντισηκώ]]<br />χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλει [[κάποιος]] για να εξαγοράσει κάποια [[υποχρέωση]] του (π.χ. τη στρατιωτική [[θητεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αντίσηκο]], το [[αντίβαρο]]. | |mltxt=το (Μ [[ἀντισήκωμα]]) [[αντισηκώ]]<br />χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλει [[κάποιος]] για να εξαγοράσει κάποια [[υποχρέωση]] του (π.χ. τη στρατιωτική [[θητεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αντίσηκο]], το [[αντίβαρο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
compensación Eust.546.25
•c. gen. ψελλίων SB 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων PSI 238.10 (VI/VII d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.
Greek Monolingual
το (Μ ἀντισήκωμα) αντισηκώ
χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία)
νεοελλ.
το αντίσηκο, το αντίβαρο.