εὔτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1103.png Seite 1103]] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον [[ὄντα]] καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1103.png Seite 1103]] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον [[ὄντα]] καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile <i>ou</i> inconstant;<br /><b>2</b> enclin : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτρεπτος''': -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21· τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β· ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], [[ἐπιρρεπής]], [[εὔτρεπτος]] πρὸς μεταβολάς, [[εὐμετάβολος]], [[αὐτόθι]] 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.
|lstext='''εὔτρεπτος''': -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21· τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β· ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], [[ἐπιρρεπής]], [[εὔτρεπτος]] πρὸς μεταβολάς, [[εὐμετάβολος]], [[αὐτόθι]] 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile <i>ou</i> inconstant;<br /><b>2</b> enclin : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτρεπτος Medium diacritics: εὔτρεπτος Low diacritics: εύτρεπτος Capitals: ΕΥΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eútreptos Transliteration B: eutreptos Transliteration C: eytreptos Beta Code: eu)/treptos

English (LSJ)

ον, A easily changing, Arist.Mu.400a23, Plu.Mar.21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b. 2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to... Aret.CA 1.1. b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3. 3 ready, inclined, τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f. 4 versatile, Poll.6.121, cj. in Man.4.86. 5 Adv. -τως v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.

German (Pape)

[Seite 1103] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile ou inconstant;
2 enclin : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, τρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτρεπτος: -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21· τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β· ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, ἐπιρρεπής, εὔτρεπτος πρὸς μεταβολάς, εὐμετάβολος, αὐτόθι 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.

Greek Monolingual

εὔτρεπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα
2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός
3. (για δέρμα) ευαίσθητος
4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι
5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος.
επίρρ...
εὐτρέπτως (Α)
ευτρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεπτός (< τρέπω)].

Greek Monotonic

εὔτρεπτος: -ον (τρέπω), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ευμετάβλητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτρεπτος:
1) непостоянный, изменчивый, неустойчивый (τὰ ἐπὶ γῆς Arst.; ἀήρ Plut.);
2) наклонный, склонный (πρὸς μεταβολάς Plut.).

Middle Liddell

εὔ-τρεπτος, ον τρέπω
easily changing, Plut.