μετοχλίζω: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] eigtl. mit dem Hebel wegheben, einen schweren Körper wegschaffen, mit Anstrengung wegheben, [[οὐδέ]] κ' ὀχῆας [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειε θυράων, Il. 24, 567, vgl. Od. 23, 188; sp. D., μετοχλίσσαντες τύμβου ὀχῆας, Crinag. 34 (IX, 81). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] eigtl. mit dem Hebel wegheben, einen schweren Körper wegschaffen, mit Anstrengung wegheben, [[οὐδέ]] κ' ὀχῆας [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειε θυράων, Il. 24, 567, vgl. Od. 23, 188; sp. D., μετοχλίσσαντες τύμβου ὀχῆας, Crinag. 34 (IX, 81). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déplacer avec un levier, <i>d'où</i> avec effort.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὀχλίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετοχλίζω''': μέλλ. -ίσω, διὰ μοχλοῦ μετακινῶ, [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου βαρὺ [[σῶμα]], οὒ κέν τις… οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειεν Ὀδ. Ψ. 188· [[οὐδέ]] κ’ ὀχῆας [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειε θυράων, εὐκόλως ἤθελε μετακινήσῃ τοὺς μοχλοὺς τῶν θυρῶν, Ἰλ. Ω. 567. | |lstext='''μετοχλίζω''': μέλλ. -ίσω, διὰ μοχλοῦ μετακινῶ, [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου βαρὺ [[σῶμα]], οὒ κέν τις… οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειεν Ὀδ. Ψ. 188· [[οὐδέ]] κ’ ὀχῆας [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειε θυράων, εὐκόλως ἤθελε μετακινήσῃ τοὺς μοχλοὺς τῶν θυρῶν, Ἰλ. Ω. 567. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:38, 1 October 2022
English (LSJ)
remove by a lever, hoist a heavy body out of the way, οὔ κέν τις... οὐδὲ μάλ' ἡβῶν, ῥεῖα μετοχλίσσειεν Od.23.188; οὐδέ κ' ὀχῆα ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων would he easily push back the bolt of the doors, Il.24.567, cf. Lyc.627, AP9.81 (Crin.); ἡ γῆ -ίζουσα [τὸν Ἀνταῖον] Philostr.Im.2.21.
German (Pape)
[Seite 162] eigtl. mit dem Hebel wegheben, einen schweren Körper wegschaffen, mit Anstrengung wegheben, οὐδέ κ' ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων, Il. 24, 567, vgl. Od. 23, 188; sp. D., μετοχλίσσαντες τύμβου ὀχῆας, Crinag. 34 (IX, 81).
French (Bailly abrégé)
déplacer avec un levier, d'où avec effort.
Étymologie: μετά, ὀχλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
μετοχλίζω: μέλλ. -ίσω, διὰ μοχλοῦ μετακινῶ, αἴρω ἐκ τοῦ μέσου βαρὺ σῶμα, οὒ κέν τις… οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, ῥεῖα μετοχλίσσειεν Ὀδ. Ψ. 188· οὐδέ κ’ ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων, εὐκόλως ἤθελε μετακινήσῃ τοὺς μοχλοὺς τῶν θυρῶν, Ἰλ. Ω. 567.
English (Autenrieth)
aor. opt. μετοχλίσσειε: pry or push back or away.
Greek Monolingual
μετοχλίζω (Α)
μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι χρησιμοποιώντας μοχλό, σηκώνω από το μέσον βαρύ αντικείμενο με τη βοήθεια μοχλού ή και χωρίς, καταβάλλοντας όμως πολλή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὀχλίζω «μετακινώ, κινώ με μοχλό»].
Greek Monotonic
μετοχλίζω: μέλ. -ίσω, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αόρ. αʹ μετοχλίσσειε,
I. μετακινώ με τη χρήση μοχλού, σηκώνω και απομακρύνω από τη μέση ένα βαρύ σώμα, σε Ομήρ. Οδ.
II. σπρώχνω προς τα πίσω ένα εμπόδιο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μετοχλίζω: (эп. aor. μετόχλισσα) (с помощью рычага или с напряжением сил) сдвигать, отодвигать (ὀχῆας θυράων, λέχος Hom.).
Middle Liddell
fut. ίσω 3rd sg. epic aor1 opt. μετοχλίσσειε
I. to remove by a lever, hoist a heavy body out of the way, Od.
II. to push back the bar, Il.