κατεφάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1399.png Seite 1399]] (s. [[ἅλλομαι]]), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων [[κατεπάλμενος]] [[ἀντίος]] [[ἔστη]] Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον [[κῦμα]] Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. [[καταπάλλω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1399.png Seite 1399]] (s. [[ἅλλομαι]]), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων [[κατεπάλμενος]] [[ἀντίος]] [[ἔστη]] Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον [[κῦμα]] Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. [[καταπάλλω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατεφαλοῦμαι, <i>ao.2 ind. 3ᵉ sg. sync.</i> [[κατέπαλτο]], <i>part. sync.</i> [[κατεπάλμενος]];<br />s'élancer d'en haut ; sauter à bas de.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐφάλλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεφάλλομαι''': ἀποθ., ἐπιπηδῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐφορμῶ, [[κατεπάλμενος]] (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.
|lstext='''κατεφάλλομαι''': ἀποθ., ἐπιπηδῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐφορμῶ, [[κατεπάλμενος]] (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατεφαλοῦμαι, <i>ao.2 ind. 3ᵉ sg. sync.</i> [[κατέπαλτο]], <i>part. sync.</i> [[κατεπάλμενος]];<br />s'élancer d'en haut ; sauter à bas de.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐφάλλομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:48, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεφάλλομαι Medium diacritics: κατεφάλλομαι Low diacritics: κατεφάλλομαι Capitals: ΚΑΤΕΦΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: katephállomai Transliteration B: katephallomai Transliteration C: katefallomai Beta Code: katefa/llomai

English (LSJ)

leap down against, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il.11.94 (where Sch.A read κατ-απ-άλμενος); swoop down upon, κῦμα… νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον A.R.2.583, cf. Opp.C.3.120; κατέπαλτο leapt upon him, Tryph.478; leapt down, οὐρανόθεν Nonn. D.48.614; cf. καταπάλλομαι, καταπάλμενος, καταπαλτός.

German (Pape)

[Seite 1399] (s. ἅλλομαι), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον κῦμα Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. καταπάλλω.

French (Bailly abrégé)

f. κατεφαλοῦμαι, ao.2 ind. 3ᵉ sg. sync. κατέπαλτο, part. sync. κατεπάλμενος;
s'élancer d'en haut ; sauter à bas de.
Étymologie: κατά, ἐφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατεφάλλομαι: ἀποθ., ἐπιπηδῶ ἐναντίον τινός, ἐφορμῶ, κατεπάλμενος (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.

English (Autenrieth)

only aor. part., κατεπάλμενος, springing down to the attack, Il. 11.94†.

Greek Monolingual

κατεφάλλομαι (Α)
1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου
2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.)
3. πηδώ από κάπουοὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»].

Greek Monotonic

κατεφάλλομαι: αποθ.,
I. πηδώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, κατεπάλμενος (συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. για το κατ-έπαλτο, βλ. καταπάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κατεφάλλομαι: (fut. κατεφαλοῦμαι, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέπαλτο - см. тж. καταπάλλομαι - эп. part. κατεπάλμενος) соскакивать, спрыгивать (ἐξ ἵππων κατεπάλμενος Hom.): πέτρης ἐκ δισσῆς κατεπάλμενον ὕδωρ Anth. вода, низвергающаяся с двувершинной скалы; οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο Hom. (Афина) спорхнула с небес.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εφάλλομαι naar beneden springen:. ἐξ ἵππων κατεπάλμενος van zijn wagen afgesprongen Il. 11.94.

Middle Liddell


I. Dep. to spring down upon, rush upon, κατεπάλμενος (aor2 part. syncop.) Il., Anth.
II. for κατ-έπαλτο, v. καταπάλλω.