λυκαυγής: Difference between revisions
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=lukaugh/s | |Beta Code=lukaugh/s | ||
|Definition=ές, (Λύκη) [[of]] or [[at the grey-twilight]], <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>7</span>; <b class="b3">τὸ λ</b>. [[early dawn]], Luc.<span class="title">VH</span>2.12, <span class="bibl">Agath.4.20</span>, etc. | |Definition=ές, (Λύκη) [[of]] or [[at the grey-twilight]], <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>7</span>; <b class="b3">τὸ λ</b>. [[early dawn]], Luc.<span class="title">VH</span>2.12, <span class="bibl">Agath.4.20</span>, etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, [[αὐγή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠκαυγής''': -ές, (*[[λύκη]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[λυκόφως]] ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7· τὸ λυκαυγές, ἡ [[αὐγή]], «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ. | |lstext='''λῠκαυγής''': -ές, (*[[λύκη]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[λυκόφως]] ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7· τὸ λυκαυγές, ἡ [[αὐγή]], «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, (Λύκη) of or at the grey-twilight, Heraclit.All.7; τὸ λ. early dawn, Luc.VH2.12, Agath.4.20, etc.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.
Étymologie: *λύκη, αὐγή.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκαυγής: -ές, (*λύκη) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ λυκόφως ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7· τὸ λυκαυγές, ἡ αὐγή, «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ.
Greek Monolingual
-ές (AM λυκαυγής, -ές)
1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά
2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές
το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ' ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. μτφ. το ξεκίνημα μιας περιόδου («το λυκαυγές της ζωής» — η πρώτη νεότητα, η εφηβική ηλικία)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το σούρουπο, το σουρούπωμα, το λυκόφως («σκότος ἔχουσαν [τὴν νύκτα] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκη «χάραμα, ξημέρωμα» + -αυγής, -ές (< αὐγή ή < αμάρτυρο αὖγος), πρβλ. κυαναυγής, πυραυγής].
Greek Monotonic
λῠκαυγής: -ές (*λυκή, αὐγή), αυτός που ανήκει στο λυκόφως ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτού· τὸ λυκαυγές, αυγή, χάραμα, ξημέρωμα, σε Λουκ.
Middle Liddell
λῠκ-αυγής, ές [*λύκη, αὐγή
of or at twilight: τὸ λυκαυγές early dawn, Luc.