μισθαποδοσία: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ἡ, das Abtragen des schuldigen Lohnes, Soldgeben, Sold, N. T. Vgl. [[μισθοδοσία]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ἡ, das Abtragen des schuldigen Lohnes, Soldgeben, Sold, N. T. Vgl. [[μισθοδοσία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />juste rétribution, salaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθαποδότης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθᾰποδοσία''': ἡ, [[ἀπόδοσις]] μισθοῦ, [[ἀμοιβή]], Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Β΄, 2, Ι΄, 35. | |lstext='''μισθᾰποδοσία''': ἡ, [[ἀπόδοσις]] μισθοῦ, [[ἀμοιβή]], Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Β΄, 2, Ι΄, 35. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 22:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, payment of wages, recompense, Ep.Hebr.2.2, 10.35.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, das Abtragen des schuldigen Lohnes, Soldgeben, Sold, N. T. Vgl. μισθοδοσία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
juste rétribution, salaire.
Étymologie: μισθαποδότης.
Greek (Liddell-Scott)
μισθᾰποδοσία: ἡ, ἀπόδοσις μισθοῦ, ἀμοιβή, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Β΄, 2, Ι΄, 35.
English (Strong)
from μισθαποδότης; requital (good or bad): recompence of reward.
English (Thayer)
μισθαποδοσιας, ἡ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδοσία of the Greek writings (Winer's Grammar, 24)), payment of wages due, recompense: of reward, Hebrews 2:2. (Several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
μισθαποδοσία, ἡ (ΑΜ) μισθαποδότης
1. καταβολή μισθού, αμοιβή
2. ανταμοιβή, ανταπόδοση
μσν.
θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή
αρχ.
ποινή, τιμωρία («πᾶσα παράβασις καὶ παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ).
Greek Monotonic
μισθᾰποδοσία: ἡ, καταβολή μισθού, ανταμοιβή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μισθαποδοσία: ἡ воздаяние NT.
Middle Liddell
μισθᾰποδοσία, ἡ,
payment of wages, recompense, NTest. [from μισθᾰποδότης]
Chinese
原文音譯:misqapodos⋯a 米士特-阿坡-多西阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:雇用-從-禮物
字義溯源:酬勞,賞賜,報應;源自(μισθαποδότης)=賞賜者);由(μισθόω)=雇佣)與(ἀποδίδωμι)=贈送)組成;其中 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資),而 (ἀποδίδωμι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。參 (μισθός)讀同源字
出現次數:總共(3);來(3)
譯字彙編:
1) 賞賜(2) 來10:35; 來11:26;
2) 報應(1) 來2:2