οἰέτης: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0298.png Seite 298]] ες, poet. = [[ὁμοέτης]], gleich an Jahren, gleichaltrig, [[οἰέτεας]] ἵππους, Il. 2, 765, vgl. [[ὄθριξ]], also für ὀέτης, mit gedehnter erster Sylbe, des Metrums wegen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0298.png Seite 298]] ες, poet. = [[ὁμοέτης]], gleich an Jahren, gleichaltrig, [[οἰέτεας]] ἵππους, Il. 2, 765, vgl. [[ὄθριξ]], also für ὀέτης, mit gedehnter erster Sylbe, des Metrums wegen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />du même âge.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[ἔτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰέτης''': -ες, ([[ἔτος]]) ποιητ. ἀντὶ [[ὁμοέτης]], [[ἰσοετής]], [[ὁμῆλιξ]], Ἰλ. Β. 765, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 656F. (Κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ὄθριξ]], [[ὄζυξ]], ἔπρεπε νὰ ἦτο ὀέτης· ἀλλ’ ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐμηκύνθη [[χάριν]] τοῦ μέτρου.) - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 149. | |lstext='''οἰέτης''': -ες, ([[ἔτος]]) ποιητ. ἀντὶ [[ὁμοέτης]], [[ἰσοετής]], [[ὁμῆλιξ]], Ἰλ. Β. 765, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 656F. (Κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ὄθριξ]], [[ὄζυξ]], ἔπρεπε νὰ ἦτο ὀέτης· ἀλλ’ ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐμηκύνθη [[χάριν]] τοῦ μέτρου.) - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 149. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:55, 1 October 2022
German (Pape)
[Seite 298] ες, poet. = ὁμοέτης, gleich an Jahren, gleichaltrig, οἰέτεας ἵππους, Il. 2, 765, vgl. ὄθριξ, also für ὀέτης, mit gedehnter erster Sylbe, des Metrums wegen.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
du même âge.
Étymologie: οἶος, ἔτος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰέτης: -ες, (ἔτος) ποιητ. ἀντὶ ὁμοέτης, ἰσοετής, ὁμῆλιξ, Ἰλ. Β. 765, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 656F. (Κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ὄθριξ, ὄζυξ, ἔπρεπε νὰ ἦτο ὀέτης· ἀλλ’ ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐμηκύνθη χάριν τοῦ μέτρου.) - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 149.
English (Autenrieth)
(ὀϝέτης, ϝέτος): of equal age, pl., Il. 2.765†.
Greek Monolingual
οἰέτης, -ες (Α)
(ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀFετης < ὀ- (Ι) + -έτης < ἔτος (πρβλ. ομο-έτης), με μετρική έκταση του -ο- σε οι-. Τύπος με ο
μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ὄέτεας (στους Βαρβάρους) ὁ καλλίθριξ», η ερμηνεία του οποίου γεννά απορίες].
Greek Monotonic
οἰέτης: -ες (ἔτος), ποιητ. αντί ὁμο-έτης, συνομήλικος, ομήλικος, ισοετής, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
οἰέτης: одного возраста (ἵπποι Hom.).