περιπληθής: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, [[νῆσος]] Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, [[νῆσος]] Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> très plein, rempli de ; <i>abs.</i> plein de matière, substantiel (discours);<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> populeux;<br /><b>2</b> grand, gros.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλῆθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπληθής''': -ές, ὁ [[παντάπασι]] [[πλήρης]] ἀνθρώπων, [[νῆσος]] Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, [[πλήρης]] ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) [[λίαν]] [[μέγας]], [[ὑπερμεγέθης]], Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. [[πλήρης]] πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ. | |lstext='''περιπληθής''': -ές, ὁ [[παντάπασι]] [[πλήρης]] ἀνθρώπων, [[νῆσος]] Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, [[πλήρης]] ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) [[λίαν]] [[μέγας]], [[ὑπερμεγέθης]], Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. [[πλήρης]] πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A very full of people, νῆσος Od.15.405; of a speech, full of matter, Plu.Cat.Mi.5. 2 very full or large, σάρξ Id.Mar.34, cf. Luc.Anach.25: Comp. -έστερος Id.VH2.40. II very full of a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23: c. dat., Opp.H.1.796, al.
German (Pape)
[Seite 588] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, νῆσος Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. très plein, rempli de ; abs. plein de matière, substantiel (discours);
II. p. suite
1 populeux;
2 grand, gros.
Étymologie: περί, πλῆθος.
Greek (Liddell-Scott)
περιπληθής: -ές, ὁ παντάπασι πλήρης ἀνθρώπων, νῆσος Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, πλήρης ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) λίαν μέγας, ὑπερμεγέθης, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
English (Autenrieth)
ές: very full, populous, Od. 15.405†.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)
3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο
4. αυτός που είναι πολύ πλατύς, υπερμεγέθης («εἰς σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πληθής (< πλῆθος) πρβλ. παμ-πληθής].
Greek Monotonic
περιπληθής: -ές (πλῆθος),·
1. γεμάτος με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.
2. πολύ μεγάλος, σε Πλούτ.· συγκρ. -έστερος, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπληθής -ές [περί, πλῆθος] met veel volk:; οὔ τι περιπληθὴς λίην niet erg dichtbevolkt Od. 15.405; overvloedig, vet:. σάρξ vlees Plut. Mar. 34.6.
Russian (Dvoretsky)
περιπληθής: (compar. περιπληθέστερος)
1) сплошь населенный, весьма многолюдный (νῆσος Hom.);
2) полный, крупный, толстый (σάρξ Plut.): π. ἐς βάρος Luc. грузный;
3) содержательный (λόγος Plut.).
Middle Liddell
περι-πληθής, ές πλῆθος
1. very full of people, Od.
2. very large, Plut.; comp. -έστερος, Luc.