περικρατής: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui commande souverainement à, gén.;<br /><b>2</b> qui maîtrise gén..<br />'''Étymologie:''' [[περικρατέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικρᾰτής''': -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ [[κράτος]] ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν [[μόλις]] ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121. | |lstext='''περικρᾰτής''': -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ [[κράτος]] ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν [[μόλις]] ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 08:09, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, grasping, tenacious, γαμφηλαί Simm.1.11; having full command over, π. γενέσθαι τῆς σκάφης Act.Ap.27.16, cf. Thd.Su.39 (v.l.); cf. περικρεμής.
German (Pape)
[Seite 581] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui commande souverainement à, gén.;
2 qui maîtrise gén..
Étymologie: περικρατέω.
Greek (Liddell-Scott)
περικρᾰτής: -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ κράτος ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν μόλις ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121.
English (Strong)
from περί and κράτος; strong all around, i.e. a master (manager): + come by.
English (Thayer)
περικρατες (κράτος), τίνος, having full power over a thing: (περικρατής γενέσθαι τῆς σκάφης, to secure), Susanna, 39; the Alex. manuscript; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.)
2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος.
επίρρ...
περικρατῶς Α
με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ-κρατής].
Greek Monotonic
περικρᾰτής: -ές (κράτος), αυτός που έχει πλήρη εξουσία πάνω σε κάτι, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
περικρᾰτής: владеющий: π. γενέσθαι τῆς σκάφης NT удержать лодку.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικρατής -ές [περί, κράτος] beheersend, met gen.
Middle Liddell
περι-κρᾰτής, ές κράτος
having full command over a thing, c. gen., NTest.
Chinese
原文音譯:perikrat»j 胚里-克拉帖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:四圍-握住
字義溯源:掌握著,控制,安全的,收住;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κράτος)*=權力)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 控制(1) 徒27:16