γαμφηλαί
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ῶν, αἱ, jaws of animals, as of the lion, Il.16.489; of the horse, 19.394; of Typhon, A.Pr.357; bill or beak of birds, E.Ion159 (lyr.), cf. Ps.-Orac. in Ar.Eq.198: as adjective, ὑπὸ γαμφηλῇσιν ὀδοῦσιν (sic) Man.5.187 (s.v.l.): once in sg., γαμφηλή· ἡ γνάθος ἢ σιαγών, EM221.13.
Spanish (DGE)
-ῶν, αἱ
• Morfología: [jón. dat. γαμφηλῇσι Il.16.489, γαμφηλῇς Il.19.394]
I 1mandíbulas del león ὑπὸ γαμφηλῇσι λέοντος Il.16.489, cf. 13.200, βόας μετὰ γαμφηλῇσι λαφύξαι Q.S.7.490, del caballo ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον Il.19.394, de Tifón σμερδνῆσι γαμφηλῆσι συρίζων φόβον A.Pr.355, cf. Hsch.
•topónimo Γαμφηλαὶ ὄνου Quijadas de asno n. alegórico de algún lugar en el Ida (?), Lyc.94
•en sg. EM 221.13G.
2 pico de las aves rapaces ὀρνίθων γαμφηλαῖς E.Io 159, ὁπόταν μάρψῃ βυρσαίετος ... γαμφηλῇσι δράκοντα Ar.Eq.198, Ἅρπυιαι ... ἀπὸ γαμφηλῇσι συνεχέως ἥρπαζον A.R.2.188, (αἰετὸς) γαμφηλῇς φορέεσκε ποτὸν Διί Moero 1.6.
II adj. curvo ὑπὸ γαμφηλῇσι ὀδοῦσιν Man.5.187.
• Etimología: Rel. γαμψός y γνάμπτω qq.u. c. un suf. como τράχηλος.
German (Pape)
[Seite 473] αἱ (vgl. γαμψός, γναμπτός), Kinnbakken; Hom. dreimal, Iliad. 13, 200 zwei Löwen tragen eine geraubte Ziege, ὑψοῦ ὑπὲρ γαίης μετὰ γαμφηλῇσιν ἔχοντε; 16, 489 ὤλετό τεστενάχων (ὁ ταῦρος) ὑπὸ γαμφηλῇσι λέοντος; 19, 394 von Pferden, ἐν δὲ χαλινούς
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
mâchoires d'animal ou d'être fabuleux.
Étymologie: *γάμπτω = κάμπτω, courber ; cf. γόμφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαμφηλαί -ῶν, αἱ plur. tantum
1. kaken:. αἶγα... μετὰ γαμφηλῇσιν ἔχοντε (twee leeuwen) met een geit tussen hun kaken Il. 13.200.
2. bek, snavel, van vogels. Eur. Ion 159.
Russian (Dvoretsky)
γαμφηλαί: αἱ
1 челюсти (λέοντος, ἵππων Hom.; sc. Τυφῶνος Aesch.);
2 клюв (ὀρνίθων Eur.; βυρσαιέτου Arph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. pl.
Meaning: jaws of animals (Il.).
Other forms: γναμφαί γνάθοι H.
Derivatives: Backformation γαμφαί (Lyc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. τράχηλος etc. Generally connected with γόμφος<< (s.v.)
, γομφίος, but the α-vocalism is problematic: neither a popular word nor zero grade *γαφ- with restored nasal; nor influence from γαμψός or γναμπτήρ (CEG 1) seems sufficient explanation. The suffix -ηλ- occurs in Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek), so the word may be Pre-Greek. - Pedersen (s. WP. 1, 534) pointed to Russ. gubá lip etc..
}}
Greek Monolingual
γαμφηλαί, αι (Α)
1. (για ζώα) σιαγόνες, γνάθοι
2. το ράμφος τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όμοιος σχηματισμός με το τράχηλος όσον αφορά στο επίθημα. Στην πιθανή σύνδεση με τα γομφός, γομφίος, δημιουργεί δυσκολία το -α- της λέξεως. Θεωρήθηκε είτε ότι προήλθε από ασθενή βαθμίδα γαφ- με ανάπτυξη του ερρίνου ή ότι το γαμφ- είναι παρετυμολογική απόδοση του γαμφ-].
Greek Monotonic
γαμφηλαί: -ῶν, αἱ, σαγόνια των ζώων· λέγεται για το λιοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για άλογα, στο ίδ.· λέγεται για τον Τυφώνα, σε Αισχύλ.· το ράμφος ή το ρύγχος των πουλιών, σε Ευρ. (συγγενές προς το γάμφος).
Greek (Liddell-Scott)
γαμφηλαί: -ῶν, αἱ, (πρβλ. γόμφος), αἱ σιαγόνες τῶν ζῴων · τοῦ λέοντος, Ἰλ. ΙΙ. 489 · τοῦ ἵππου, Τ. 394 · τοῦ Τυφῶνος, Αἰσχύλ. Πρ. 325 · τὸ ῥάμφος τῶν πτηνῶν, Εὐρ. Ἴωνι 159. Οὐδαμοῦ καθ ᾽ ἐνικ.
Middle Liddell
[Akin to γόμφος.]
the jaws of animals; of the lion, Il.; of the horse, Il.; of Typhon, Aesch.: the bill or beak of birds, Eur.
Frisk Etymology German
γαμφηλαί: {gamphēlaí}
Grammar: f. pl. (selten sg.)
Meaning: Kinnbacken eines Tieres (poet. seit Il.).
Derivative: Daraus rückgebildet γαμφαί (Lyk.).
Etymology: Bildung wie τράχηλος usw. und kaum von γόμφος, γομφίος zu trennen. Der α-Vokalismus macht indessen Schwierigkeit: volkstümliches Wort oder Schwundstufe *γαφ- (= aind. jabh-) mit wiederhergestelltem Nasal? — Wenig wahrscheinlich mit Pedersen (s. WP. 1, 534) zu russ. gubá Lippe und verwandten slavischen Wörtern.
Page 1,288