πρόκριμα: Difference between revisions
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />jugement porté d'avance, prévention.<br />'''Étymologie:''' [[προκρίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόκρῐμα''': τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων [[κρίσις]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, [[ἔνθα]] ὑπάρχει καὶ τὸ [[ῥῆμα]] προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον. | |lstext='''πρόκρῐμα''': τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων [[κρίσις]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, [[ἔνθα]] ὑπάρχει καὶ τὸ [[ῥῆμα]] προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 08:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A prejudgement, 1 Ep.Ti.5.21, Anon. ap. Suid., Greg.Cor. in Rh.7.1123 W. 2 = praejudicium, IG5(1).21 ii 7 (Sparta, ii A.D.), Mitteis Chr.88 ii 30 (ii A.D.), PFlor.68.13 (ii A.D.), Cod.Just.10.11.8.5.
German (Pape)
[Seite 731] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jugement porté d'avance, prévention.
Étymologie: προκρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκρῐμα: τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων κρίσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, ἔνθα ὑπάρχει καὶ τὸ ῥῆμα προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.
English (Strong)
from a compound of πρό and κρίνω; a prejudgment (prejudice), i.e. prepossession: prefer one before another.
English (Thayer)
προκρίματος, τό (πρό and κρίμα), an opinion formed before the facts are known, a prejudgment, a prejudice, (Vulg. praejudicium): Suidas, under the word; (Athanasius, Apology contra Arian. 25 (i. 288a. Migne edition); Justinian manuscript 10,11, 8, § ἐ)).
Greek Monolingual
το, ΝΑ προκρίνω
νεοελλ.
καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές»)
αρχ.
1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)
2. προδικαστική απόφαση.
Greek Monotonic
πρόκρῐμα: τό, πρόωρη κρίση, πρόκριση, προκατάληψη, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πρόκρῐμα: ατος τό предрассудок, предубеждение NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόκριμα -ατος, τό [προκρίνω] vooroordeel.
Middle Liddell
πρόκρῐμα, ατος, τό,
prejudgment, prejudice, NTest. [from προκρῑ́νω]
Chinese
原文音譯:prÒkrima 普羅-克里馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:前-審判
字義溯源:成見,臆斷;由(πρό)*=前)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 成見(1) 提前5:21