φορβάς: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] άδος, ὁ, ἡ, 1) Weide, Nahrung gewährend, nährend, γῆ, die Nahrung gebende Erde, Soph. Phil. 693. – 2) auf der Weide, in der Heerde weidend, [[ἵππος]], [[βοῦς]] u. vgl., Plat. Legg. II, 666 e. – Auch ἡ [[φορβάς]] allein, sc. [[ἵππος]], eine mit der Heerde weidende Stute, Eur. Bacch. 167; im Ggstz von [[τροφίας]], im Stalle gefüttert, Sp.; – auch ein Schwein, Lycophr. 676. – Γυνὴ [[φορβάς]], = [[τροφός]], Soph. frg. 645; nach Poll. 7, 203 = [[πόρνη]], wie nach Eust. ἡ πολλοῖς προσομιλοῦσα τροφῆς [[χάριν]]; Ap. Rh. 2, 89. 3, 276; κόραι Pind. bei Ath. 574 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] άδος, ὁ, ἡ, 1) Weide, Nahrung gewährend, nährend, γῆ, die Nahrung gebende Erde, Soph. Phil. 693. – 2) auf der Weide, in der Heerde weidend, [[ἵππος]], [[βοῦς]] u. vgl., Plat. Legg. II, 666 e. – Auch ἡ [[φορβάς]] allein, sc. [[ἵππος]], eine mit der Heerde weidende Stute, Eur. Bacch. 167; im Ggstz von [[τροφίας]], im Stalle gefüttert, Sp.; – auch ein Schwein, Lycophr. 676. – Γυνὴ [[φορβάς]], = [[τροφός]], Soph. frg. 645; nach Poll. 7, 203 = [[πόρνη]], wie nach Eust. ἡ πολλοῖς προσομιλοῦσα τροφῆς [[χάριν]]; Ap. Rh. 2, 89. 3, 276; κόραι Pind. bei Ath. 574 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui donne la pâture, nourricier, fécond.<br />'''Étymologie:''' [[φέρβω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορβάς''': -άδος, ὁ, ἡ· ([[φέρβω]])· ― ὁ παρέχων φορβήν, νομήν, ἢ τροφήν, φορβάδος ἐκ γαίας, τῆς παρεχούσης φορβήν, Σοφ. Φιλ. 700, Ἀποσπ. 285. ΙΙ. ὁ ἐν ἀγέλῃ νεμόμενος, ἐν λειμῶνι βοσκόμενος, Λατ. gregalis, φορβάδες ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφίαι (δηλ. θήλειαι ἵπποι τρεφόμεναι ἐν ἱππῶνι, ἐπὶ φάτνῃ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1 κἑξ.· οὕτω, [[πῶλος]] [[ὅπως]] ἅμα ματέρι φορβάδι Εὐρ. Βάκχ. 165· [[οἷον]]... πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους, φορβάδας τοὺς νέους ἔκτησθε Πλάτ. Νόμ. 666Ε· ἐπὶ αἰγῶν, Νικ. Θηρ. 925· ἐπὶ χοίρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1025· ― ἀπολύτως, [[φορβάς]], κοινῶς «φοράδα», Ὀππ. Κυνηγ. 1. 385· πρβλ. [[φορβαδικός]]· ― ὡς ἀρσεν., φ. [[ταῦρος]] Συλλ. Ἐπιγραφ. 7747. 2) μεταφορ., λέγεται ἐπὶ γυναικῶν αἵτινες τρέφονται διὰ τῆς πορνείας, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 11, Σοφ. Ἀποσπ. 645. | |lstext='''φορβάς''': -άδος, ὁ, ἡ· ([[φέρβω]])· ― ὁ παρέχων φορβήν, νομήν, ἢ τροφήν, φορβάδος ἐκ γαίας, τῆς παρεχούσης φορβήν, Σοφ. Φιλ. 700, Ἀποσπ. 285. ΙΙ. ὁ ἐν ἀγέλῃ νεμόμενος, ἐν λειμῶνι βοσκόμενος, Λατ. gregalis, φορβάδες ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφίαι (δηλ. θήλειαι ἵπποι τρεφόμεναι ἐν ἱππῶνι, ἐπὶ φάτνῃ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1 κἑξ.· οὕτω, [[πῶλος]] [[ὅπως]] ἅμα ματέρι φορβάδι Εὐρ. Βάκχ. 165· [[οἷον]]... πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους, φορβάδας τοὺς νέους ἔκτησθε Πλάτ. Νόμ. 666Ε· ἐπὶ αἰγῶν, Νικ. Θηρ. 925· ἐπὶ χοίρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1025· ― ἀπολύτως, [[φορβάς]], κοινῶς «φοράδα», Ὀππ. Κυνηγ. 1. 385· πρβλ. [[φορβαδικός]]· ― ὡς ἀρσεν., φ. [[ταῦρος]] Συλλ. Ἐπιγραφ. 7747. 2) μεταφορ., λέγεται ἐπὶ γυναικῶν αἵτινες τρέφονται διὰ τῆς πορνείας, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 11, Σοφ. Ἀποσπ. 645. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ (φέρβω) A giving pasture or food, φ. γαῖα bounteous earth, S.Ph.700 (lyr.); but φ. γῆ land that nourished me, Id.Fr.300. II out at grass, grazing, φορβάδες ἵπποι, opp. τροφίαι (horses kept in the stable), Arist.HA604a22; πῶλος ὅπως ἅμα ματέρι φορβάδι E.Ba.167 (lyr.); οἷον . . πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους φορβάδας τοὺς νέους κέκτησθε Pl.Lg.666e; αἴξ Nic.Th.925; σύες A.R. 2.1024: abs., mare, Opp.C.1.386, Hippiatr.15, Epic. in BKT5(1).112. 2 metaph. of women who support themselves by prostitution, Pi.Fr.122.15, S.Fr.720, cf. Poll.7.203.
German (Pape)
[Seite 1299] άδος, ὁ, ἡ, 1) Weide, Nahrung gewährend, nährend, γῆ, die Nahrung gebende Erde, Soph. Phil. 693. – 2) auf der Weide, in der Heerde weidend, ἵππος, βοῦς u. vgl., Plat. Legg. II, 666 e. – Auch ἡ φορβάς allein, sc. ἵππος, eine mit der Heerde weidende Stute, Eur. Bacch. 167; im Ggstz von τροφίας, im Stalle gefüttert, Sp.; – auch ein Schwein, Lycophr. 676. – Γυνὴ φορβάς, = τροφός, Soph. frg. 645; nach Poll. 7, 203 = πόρνη, wie nach Eust. ἡ πολλοῖς προσομιλοῦσα τροφῆς χάριν; Ap. Rh. 2, 89. 3, 276; κόραι Pind. bei Ath. 574 a.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
qui donne la pâture, nourricier, fécond.
Étymologie: φέρβω.
Greek (Liddell-Scott)
φορβάς: -άδος, ὁ, ἡ· (φέρβω)· ― ὁ παρέχων φορβήν, νομήν, ἢ τροφήν, φορβάδος ἐκ γαίας, τῆς παρεχούσης φορβήν, Σοφ. Φιλ. 700, Ἀποσπ. 285. ΙΙ. ὁ ἐν ἀγέλῃ νεμόμενος, ἐν λειμῶνι βοσκόμενος, Λατ. gregalis, φορβάδες ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφίαι (δηλ. θήλειαι ἵπποι τρεφόμεναι ἐν ἱππῶνι, ἐπὶ φάτνῃ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1 κἑξ.· οὕτω, πῶλος ὅπως ἅμα ματέρι φορβάδι Εὐρ. Βάκχ. 165· οἷον... πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους, φορβάδας τοὺς νέους ἔκτησθε Πλάτ. Νόμ. 666Ε· ἐπὶ αἰγῶν, Νικ. Θηρ. 925· ἐπὶ χοίρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1025· ― ἀπολύτως, φορβάς, κοινῶς «φοράδα», Ὀππ. Κυνηγ. 1. 385· πρβλ. φορβαδικός· ― ὡς ἀρσεν., φ. ταῦρος Συλλ. Ἐπιγραφ. 7747. 2) μεταφορ., λέγεται ἐπὶ γυναικῶν αἵτινες τρέφονται διὰ τῆς πορνείας, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 11, Σοφ. Ἀποσπ. 645.
English (Slater)
φορβᾰς f. adj., grazing i. e. free to wander met. ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ (of the temple prostitutes of Aphrodite at Korinth: cf. Poll., 7. 203) fr. 122. 19.
Greek Monotonic
φορβάς: -άδος, ὁ, ἡ (φέρβω)·
I. αυτός που δίνει βοσκή ή φαγητό, τροφή, σε Σοφ.
II. στο βοσκοτόπι, αυτός που τρέφεται πάνω στο γρασίδι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φορβάς: άδος adj. f, редко m дающий пропитание, питающий (γῆ Eur.)
1) пасущийся в стаде (ἵππος Eur., Arst.; πῶλος Plat.);
2) распутный: φ. κόρη Pind. или γυνή Soph. = πόρνη.
Middle Liddell
φορβάς, άδος, φέρβω
I. giving pasture or food, feeding, Soph.
II. in the pasture, out at grass, grazing with the herd, Eur.