ψελλός: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1393.png Seite 1393]] (von ψέω, ψάω, wie [[τραυλός]] von [[θραύω]]), lallend, stammelnd, [[stotternd]], [[lispelnd]], καὶ [[τραυλός]] Arist. H. A. 1, 11; bes. wer einen Buchstaben nicht aussprechen kann, oder wie die Kinder Sylben ausläßt, wie z. B. bei Ar. fr. 536 ein ψελλὸς [[ἄρτος]] u. σῦκα statt [[ἄρκτος]] u. [[ἄστυ]] ausspricht. Vgl. Arist. probl. 11, 30. – Dah. überh. = undeutlich aussprechend, unverständlich, Aesch. Prom. 818 neben [[δυσεύρετος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1393.png Seite 1393]] (von ψέω, ψάω, wie [[τραυλός]] von [[θραύω]]), lallend, stammelnd, [[stotternd]], [[lispelnd]], καὶ [[τραυλός]] Arist. H. A. 1, 11; bes. wer einen Buchstaben nicht aussprechen kann, oder wie die Kinder Sylben ausläßt, wie z. B. bei Ar. fr. 536 ein ψελλὸς [[ἄρτος]] u. σῦκα statt [[ἄρκτος]] u. [[ἄστυ]] ausspricht. Vgl. Arist. probl. 11, 30. – Dah. überh. = undeutlich aussprechend, unverständlich, Aesch. Prom. 818 neben [[δυσεύρετος]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui prononce mal certains sons;<br /><b>2</b> mal articulé, obscur, inintelligible.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψελλός''': -ή, -όν, ὁ σφαλλόμενος ἐν τῷ προφέρειν τὰς λέξεις, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ γράμματά τινα ἢ συλλαβὰς καὶ παραλείπων αὐτὰ ὡς τὰ [[παιδία]]· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τραυλὸς (ὁ προφέρων πλημμελῶς [[γράμμα]] τι), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, Προβλ. 11. 30, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 536, ἴδε [[ψελλίζω]]. ΙΙ. παθ. ἐπὶ λέξεων, [[ἄναρθρος]], σκοτεινὸς, [[ἀδιανόητος]], τῶν δ’ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον Αἰσχύλ Προμ. 816.
|lstext='''ψελλός''': -ή, -όν, ὁ σφαλλόμενος ἐν τῷ προφέρειν τὰς λέξεις, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ γράμματά τινα ἢ συλλαβὰς καὶ παραλείπων αὐτὰ ὡς τὰ [[παιδία]]· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τραυλὸς (ὁ προφέρων πλημμελῶς [[γράμμα]] τι), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, Προβλ. 11. 30, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 536, ἴδε [[ψελλίζω]]. ΙΙ. παθ. ἐπὶ λέξεων, [[ἄναρθρος]], σκοτεινὸς, [[ἀδιανόητος]], τῶν δ’ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον Αἰσχύλ Προμ. 816.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui prononce mal certains sons;<br /><b>2</b> mal articulé, obscur, inintelligible.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλός Medium diacritics: ψελλός Low diacritics: ψελλός Capitals: ΨΕΛΛΟΣ
Transliteration A: psellós Transliteration B: psellos Transliteration C: psellos Beta Code: yello/s

English (LSJ)

ή, όν, A faltering in speech, like a child; distinguished from τραυλός (lisping), Arist.HA492b32, Pr.902b22; τὸ ψ. prob. in Phld.Rh.2.206S.; ἡ ψελλὴ οὐ πιττεύω (i. e. πιστεύω) Suid., App.Prov.3.17. II Pass. of words, inarticulate, obscure, unintelligible, A.Pr. 816; ψελλόν ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον Com.Adesp.393.

German (Pape)

[Seite 1393] (von ψέω, ψάω, wie τραυλός von θραύω), lallend, stammelnd, stotternd, lispelnd, καὶ τραυλός Arist. H. A. 1, 11; bes. wer einen Buchstaben nicht aussprechen kann, oder wie die Kinder Sylben ausläßt, wie z. B. bei Ar. fr. 536 ein ψελλὸς ἄρτος u. σῦκα statt ἄρκτος u. ἄστυ ausspricht. Vgl. Arist. probl. 11, 30. – Dah. überh. = undeutlich aussprechend, unverständlich, Aesch. Prom. 818 neben δυσεύρετος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui prononce mal certains sons;
2 mal articulé, obscur, inintelligible.
Étymologie: DELG onomatopée.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλός: -ή, -όν, ὁ σφαλλόμενος ἐν τῷ προφέρειν τὰς λέξεις, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ γράμματά τινα ἢ συλλαβὰς καὶ παραλείπων αὐτὰ ὡς τὰ παιδία· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τραυλὸς (ὁ προφέρων πλημμελῶς γράμμα τι), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, Προβλ. 11. 30, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 536, ἴδε ψελλίζω. ΙΙ. παθ. ἐπὶ λέξεων, ἄναρθρος, σκοτεινὸς, ἀδιανόητος, τῶν δ’ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον Αἰσχύλ Προμ. 816.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψελλός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που δυσκολεύεται στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(με παθ. σημ.) (για λέξεις) ασαφής, ακατάληπτος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., ο σχηματισμός του οποίου οφείλεται σε ονοματοποιία. Το επίθημα -λο-ς του επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας (πρβλ. τραυ-λός)].

Greek Monotonic

ψελλός: -ή, -όν,
I. αυτός που δεν μπορεί να προφέρει συγκεκριμένα γράμματα ή συλλαβές, τραυλός, ψευδός, σε Αριστ.
II. Παθ., λέγεται για λέξεις, ακατανόητος, σκοτεινός, δυσνόητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ψελλός:
1) страдающий расстройством речи, невнятно произносящий, косноязычный Arph., Arst., Plut.;
2) темный, непонятный, неясный (ψελλόν τι καὶ δυσεύρετον Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψελλός -ή -όν brabbelend, onduidelijk.

Middle Liddell

ψελλός, ή, όν
I. unable to pronounce certain letters, Arist.
II. pass. of words, inarticulate, obscure, Aesch.

Frisk Etymology German

ψελλός: {psellós}
Meaning: unartikuliert, mangelhaft sprechend, wie ein Kind (Arist., Kom. Adesp. u.a.), unverständlich, von Worten (A. Pr. 816).
Composita: auch m. κατα-, παρα-, συν- u.a., unartikuliert, mangelhaft sprechen (Pl., Arist., hell. u. sp. Prosa) mit -ισμός m., -ισμα n. (sp.).
Derivative: Davon ψελλότης f. unartikulierte Sprache (Arist., Plu.); -ίζομαι (Med. wie φθέγγομαι, εὔχομαι usw.). sp. auch -ίζω,
Etymology: Lautnachahmend mit volkstümlichexpressiver Gemination; zur Bildung vgl. τραυλός (s.d.)
Page 2,1132

English (Woodhouse)

dark, difficult to understand, hard to understand, not understood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)