ἀποπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πίμπλημι]]), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πίμπλημι]]), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀποπλήσω]], <i>etc.</i><br />remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίμπλημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπίμπλημι''': καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, [[ἐπαληθεύω]], [[ὥστε]] ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, [[καταπραΰνω]], ἀποπιμπλάναι [[αὐτοῦ]] τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[πληρόω]] 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.
|lstext='''ἀποπίμπλημι''': καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, [[ἐπαληθεύω]], [[ὥστε]] ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, [[καταπραΰνω]], ἀποπιμπλάναι [[αὐτοῦ]] τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[πληρόω]] 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀποπλήσω]], <i>etc.</i><br />remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίμπλημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίμπλημι Medium diacritics: ἀποπίμπλημι Low diacritics: αποπίμπλημι Capitals: ΑΠΟΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: apopímplēmi Transliteration B: apopimplēmi Transliteration C: apopimplimi Beta Code: a)popi/mplhmi

English (LSJ)

later ἀπο-πιμπλάω· poet. also ἀποπίπλημι, ἀπο-άω:— A fill up a number, τὰς τετρακοσίας μυριάδας Hdt.7.29. II satisfy, fulfil, in Pass., ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμόν Id.8.96. 2 satisfy, appease, ἀ. αὐτοῦ τὸν θυμόν Id.2.129, cf. Th.7.68; ἀ. τὰς ἐπιθυμίας Pl. Grg.492a,al. 3 satisfy an inquirer, τινά Id.Cra.413b.

Spanish (DGE)

1 completar τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Hdt.7.29
cumplir, completar períodos de tiempo, Eus.HE 3.14.1
fig. colmar τὸ μέτρον τῆς ἀνοίας Gr.Thaum.Pan.Or.2.62, cf. 63.
2 satisfacer, colmar saciar τὸν ἔρωτα Gorg.B 11.5, θυμόν Hdt.2.129, Pl.Lg.717d, cf. Th.7.68, ἐπιθυμίας Pl.Grg.503c, 505a, R.554a, 579e, τὰ αὑτοῦ ἤθη Pl.R.571c, ὀργὰς καὶ βαρυθυμίας Plu.2.417d
c. ac. de pers. satisfacer, complacer βουλόμενοι ἀποπιμπλάναι με queriendo satisfacer (mi curiosidad) Pl.Cra.413b.
3 cumplir, llevar a cabo, realizar ἐπιμέλειαν Gr.Thaum.Pan.Or.5.117, cf. 3.47
pas. de un oráculo, Hdt.8.96
abs. ἀποπιμπλάς cumpliendo con su deber POxy.290.24 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλήσω, etc.
remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.
Étymologie: ἀπό, πίμπλημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίμπλημι: καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. ὡσαύτως ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, ἐπαληθεύω, ὥστε ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, καταπραΰνω, ἀποπιμπλάναι αὐτοῦ τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ ῥῆμα πληρόω 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.

Greek Monolingual

ἀποπί(μ)πλημι κ. -άω (Α)
1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω
2. επαληθεύω, εκπληρώνω
3. καταπραΰνω, κατευνάζω
4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι.

Greek Monotonic

ἀποπίμπλημι: ποιητ. -πίμπλημι, μέλ. -πλήσω,
I. συμπληρώνω έναν αριθμό, σε Ηρόδ.
II. 1. ικανοποιώ, εκπληρώνω, επαληθεύω, χρησμόν, στον ίδ.
2. ικανοποιώ, καταπραΰνω, κατευνάζω, θυμόν, ἐπιθυμίαν, στον ίδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπίμπλημι:
1) пополнять: ἀ. τὰς τετρακοσίας μυριάδας Her. округлять до 4 миллионов;
2) приводить в исполнение, исполнять (χρησμόν Her.);
3) утолять (τὸ διψῶδές τινος Plut.; θυμόν Her., Plut.; τὸ θυμούμενον Thuc.);
4) удовлетворять (τὰς ἐπιθυμίας Plat.).

Middle Liddell


I. to fill up a number, Hdt.
II. to satisfy, fulfil, χρησμόν Hdt.
2. to satisfy, appease, θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.