ἐξαλαπάζω: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] (s. [[ἀλαπάζω]]), gänzlich ausleeren, πόλιν, die Stadt von ihren Bewohnern leer machen, um andere einziehen zu lassen, Od. 4, 176; gew. plündern, verwüsten, Τροίην, Il. 1, 128, [[τεῖχος]], νῆας, Il. 13, 813. 20, 30, wie Hes. O. 187; auch Xen. An. 7, 1, 29; [[ἀλλά]] με [[νόσος]] ἐξαλάπαξε Theocr. 2, 85, erschöpfte mich. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] (s. [[ἀλαπάζω]]), gänzlich ausleeren, πόλιν, die Stadt von ihren Bewohnern leer machen, um andere einziehen zu lassen, Od. 4, 176; gew. plündern, verwüsten, Τροίην, Il. 1, 128, [[τεῖχος]], νῆας, Il. 13, 813. 20, 30, wie Hes. O. 187; auch Xen. An. 7, 1, 29; [[ἀλλά]] με [[νόσος]] ἐξαλάπαξε Theocr. 2, 85, erschöpfte mich. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐξαλαπάξω, <i>part. ao.</i> ἐξαλαπάξας, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> dépeupler;<br /><b>2</b> piller ; détruire : [[τεῖχος]], [[νῆας]] IL un rempart, des vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλαπάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰλᾰπάζω''': μέλλ. -ξω, [[ἐκπορθέω]], [[κυριεύω]], πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, [[μεθίστημι]] τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· [[καθόλου]], [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, [[τεῖχος]] Υ. 30· μεταφ., [[ἀλλά]] με [[νόσος]] ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29. | |lstext='''ἐξᾰλᾰπάζω''': μέλλ. -ξω, [[ἐκπορθέω]], [[κυριεύω]], πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, [[μεθίστημι]] τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· [[καθόλου]], [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, [[τεῖχος]] Υ. 30· μεταφ., [[ἀλλά]] με [[νόσος]] ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:01, 2 October 2022
English (LSJ)
sack, storm, πόλιν Il.4.40, 1.129, etc.; also, empty a city of its inhabitants, clear it out, so as to plant new settlers in it, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Od.4.176: generally, destroy utterly, νῆας, τεῖχος, Il.13.813, 20.30: metaph., ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξεν Theoc. 2.85.—Ep. word, used by X.An.7.1.29.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰλᾰπάζω) 1 devastar, saquear, destruir πόλιν Il.1.129, 4.40, Hes.Op.189, X.An.7.1.29, νῆας Il.13.813, τεῖχος Il.20.30, νειὸν Δημήτερος Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.96, Ἑλλήνων τεμένη IG 92.1191.2 (Corcira V d.C.), en v. pas. ὅταν πόλις ἐξαλαπαχθῇ Orac.Sib.14.306
•fig. ἀλλά μέ τις ... νόσος ἐξαλάπαξεν un mal me dejó destrozada Theoc.2.85 (cód.).
2 despoblar, vaciar de personas μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας αἳ περιναιετάουσιν para ocuparla con nuevos colonos Od.4.176.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἀλαπάζω), gänzlich ausleeren, πόλιν, die Stadt von ihren Bewohnern leer machen, um andere einziehen zu lassen, Od. 4, 176; gew. plündern, verwüsten, Τροίην, Il. 1, 128, τεῖχος, νῆας, Il. 13, 813. 20, 30, wie Hes. O. 187; auch Xen. An. 7, 1, 29; ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξε Theocr. 2, 85, erschöpfte mich.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξαλαπάξω, part. ao. ἐξαλαπάξας, pf. inus.
1 dépeupler;
2 piller ; détruire : τεῖχος, νῆας IL un rempart, des vaisseaux.
Étymologie: ἐξ, ἀλαπάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλᾰπάζω: μέλλ. -ξω, ἐκπορθέω, κυριεύω, πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― ὡσαύτως, κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, μεθίστημι τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· καθόλου, καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, τεῖχος Υ. 30· μεταφ., ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29.
English (Autenrieth)
fut. -ξω, aor. ἐξαλάπαξα: empty entirely, sack, utterly destroy; usually of cities, once of ships, Il. 13.813.
Greek Monolingual
ἐξαλαπάζω (Α) αλαπάζω
1. λεηλατώ, ερημώνω («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», Ομ. Ιλ.)
2. καταστρέφω, αφανίζω («ἐξαλαπάξειν νῆας», Ομ. Ιλ.)
3. εκκενώνω μια πόλη για να εγκαταστήσω σ' αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», Ομ. Οδ.)
4. (για αρρώστια) εξαντλώ («ἀλλά με... νόσος ἐξαλάπαξε», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
ἐξᾰλᾰπάζω: μέλ. -ξω, κυριεύω πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, αδειάζω, εκκενώνω πόλη από τους κατοίκους της, εκτοπίζω τους κατοίκους της, έτσι ώστε να εγκαταστήσω νέους κατοίκους σε αυτήν, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰλᾰπάζω:
1) очищать от жителей (πόλιν Hom. - ср. 2);
2) разорять, грабить (Τροίην Hom.; πόλιν Hes., Xen. - ср. 1);
3) разрушать, уничтожать (τεῖχος, νῆας Hom.);
4) изнурять, истощать (νόσος τις ἐξαλάπαξέ - v.l. ἐξάλλαξέ - με Theocr.).
Middle Liddell
fut. ξω
to sack a city, Il., etc.:—also, to empty a city of its inhabitants, clear it out, so as to plant new settlers in it, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Od.: generally, to destroy utterly, Il.