ἐξυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] ausweben, fertig weben; [[πέπλον]] Batrach. 182; [[φᾶρος]] Her. 2, 122 u. Sp.; [[κηρία]], Xen. Oec. 7, 34. Übertr., [[μέλος]], vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] ausweben, fertig weben; [[πέπλον]] Batrach. 182; [[φᾶρος]] Her. 2, 122 u. Sp.; [[κηρία]], Xen. Oec. 7, 34. Übertr., [[μέλος]], vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐξύφηνα;<br />tisser complètement (un vêtement, un manteau, <i>etc.) ; p. anal.</i> κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire <i>en parl. des abeilles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξυφαίνω''': [[ὑφαίνω]] καὶ τελειώνω τι, [[φᾶρος]] δὲ [[αὐτημερὸν]] ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς [[ἔνδον]] ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ [[αὐτίκα]], [[φόρμιγξ]], Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ [[μέλος]] πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον [[μέλος]], ὦ γλυκυτάτη [[φόρμιγξ]], σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. [[ὑφαίνω]], [[ῥάπτω]]. 2) λύω, [[διαλύω]] τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.
|lstext='''ἐξυφαίνω''': [[ὑφαίνω]] καὶ τελειώνω τι, [[φᾶρος]] δὲ [[αὐτημερὸν]] ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς [[ἔνδον]] ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ [[αὐτίκα]], [[φόρμιγξ]], Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ [[μέλος]] πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον [[μέλος]], ὦ γλυκυτάτη [[φόρμιγξ]], σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. [[ὑφαίνω]], [[ῥάπτω]]. 2) λύω, [[διαλύω]] τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐξύφηνα;<br />tisser complètement (un vêtement, un manteau, <i>etc.) ; p. anal.</i> κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire <i>en parl. des abeilles</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 15:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῠφαίνω Medium diacritics: ἐξυφαίνω Low diacritics: εξυφαίνω Capitals: ΕΞΥΦΑΙΝΩ
Transliteration A: exyphaínō Transliteration B: exyphainō Transliteration C: eksyfaino Beta Code: e)cufai/nw

English (LSJ)

A weave, φᾶρος Hdt.2.122,9.109, cf. PCair.Zen.44.3 (iii B. C.); (πέπλον) Batr.182; of bees, ἐξυφαίνω κηρία X.Oec.7.34 (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας Str.4.4.3:—Med., Nicopho 5, Them.Or.21.250d:—Pass., ἐξύφανται ὑμέσι = are tissues of membranes, Aret.SA2.7; ἐξυφασμένη πάπυρος, of rolls, Porph. ap. Eus.PE3.7.
2 finish weaving, ἱστὸν ἐξυφαγκέναι Artem.4.40; πρὶν ἐξυφῆναι (sc. τὰ κηρία) Gp.15.5.2.
II metaph., finish, ἐξυφαίνω μέλος Pi.N.4.44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται Id.P.4.275; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας Plb.3.32.2, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξυφαίνω Id.18.10.3.

German (Pape)

[Seite 890] ausweben, fertig weben; πέπλον Batrach. 182; φᾶρος Her. 2, 122 u. Sp.; κηρία, Xen. Oec. 7, 34. Übertr., μέλος, vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξύφηνα;
tisser complètement (un vêtement, un manteau, etc.) ; p. anal. κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire en parl. des abeilles.
Étymologie: ἐξ, ὑφαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυφαίνω: ὑφαίνω καὶ τελειώνω τι, φᾶρος δὲ αὐτημερὸν ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς ἔνδον ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον μέλος, ὦ γλυκυτάτη φόρμιγξ, σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. ὑφαίνω, ῥάπτω. 2) λύω, διαλύω τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.

English (Slater)

ἐξῠφαίνω
   a weave to an end met. τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (P. 4.275)
   b weave out, create met. ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος (N. 4.44)

Greek Monolingual

(AM ἐξυφαίνω)
μσν.- νεοελλ.
ξηλώνω αυτό που ύφανα
νεοελλ.
μηχανεύομαι, μηχανορραφώεξυφαίνω συνωμοσία»)
αρχ.
1. ολοκληρώνω την ύφανση
2. αποπερατώνω, τελειώνω («ἐξύφαινε... φόρμιγξ μέλος πεφιλημένον», Πίνδ.)
3. παθ. ετοιμάζομαι.

Greek Monotonic

ἐξῠφαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αποτελειώνω την ύφανση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξῠφαίνω: (aor. ἐξύφηνα)
1) ткать (πέπλον Batr.; φᾶρος Her.; ἱστόν Plut.);
2) изготовлять, строить (κηρία Xen.);
3) слагать, сочинять (μέλος Pind.; βύβλοι ἐξυφασμέναι Polyb.).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to finish weaving, Hdt.