ἐπισφάζω: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0987.png Seite 987]] auch [[ἐπισφάττω]] (s. [[σφάζω]]), dabei, darüber schlachten, opfern, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ Eur. Hec. 505; τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν, zu zwei Opfern noch ein drittes, Herc. Fur. 995; τινά τινι, auf Einen, Xen. An. 1, 8, 29; ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Cyr. 7, 3, 7, beim Grabe des Abradatas; ἐπισφαγήσεται ib. 11; vgl. Eur. El. 92 πυρᾷ [[αἷμα]] μηλείου φόνου; Sp., wie Plut. Anton. 13; vollends tödten, 76. – Übertr., durch Reden umbringen, Luc. Iov. Trag. 43. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0987.png Seite 987]] auch [[ἐπισφάττω]] (s. [[σφάζω]]), dabei, darüber schlachten, opfern, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ Eur. Hec. 505; τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν, zu zwei Opfern noch ein drittes, Herc. Fur. 995; τινά τινι, auf Einen, Xen. An. 1, 8, 29; ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Cyr. 7, 3, 7, beim Grabe des Abradatas; ἐπισφαγήσεται ib. 11; vgl. Eur. El. 92 πυρᾷ [[αἷμα]] μηλείου φόνου; Sp., wie Plut. Anton. 13; vollends tödten, 76. – Übertr., durch Reden umbringen, Luc. Iov. Trag. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> égorger sur : ἐπ. τινὰ τάφῳ EUR immoler qqn sur un tombeau ; πρόβατά τινι XÉN immoler des agneaux sur le corps d’un mort;<br /><b>2</b> égorger ensuite <i>ou</i> à la suite de : τινα ἐπ. τινι qqn après qqn;<br /><b>3</b> achever d’égorger, achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σφάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισφάζω''': μεταγεν. -[[σφάττω]], [[σφάζω]] ἐπί, [[σφάζω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) [[ἐπιχέω]], [[αἷμα]] μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., [[αἷμα]] [[ἀρτίως]] ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. [[σφάζω]] ἐπί τινος ἢ [[προσέτι]], τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 ([[ἔνθα]] καὶ τὸ Μέσ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου [[φονεύω]], νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. [[φονεύω]] ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 43. | |lstext='''ἐπισφάζω''': μεταγεν. -[[σφάττω]], [[σφάζω]] ἐπί, [[σφάζω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) [[ἐπιχέω]], [[αἷμα]] μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., [[αἷμα]] [[ἀρτίως]] ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. [[σφάζω]] ἐπί τινος ἢ [[προσέτι]], τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 ([[ἔνθα]] καὶ τὸ Μέσ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου [[φονεύω]], νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. [[φονεύω]] ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 43. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 2 October 2022
English (LSJ)
later ἐπισυ-σφάττω, A slaughter over or upon, especially of sacrifices at a tomb, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ E.Hec.505; πρόβατά τινι ἐ. sacrifice them to the dead, X.Cyr.7.3.7 (Pass.). 2 αἷμα μηλείου φόνου ἐ. shed the blood of slaughtered sheep over, E.El.92, cf. 281; αἷμ' ἐπισφάξας νέον Id.Sthen.p.44A.:—Pass., αἷμα ἀρτίως ἐπεσφαγμένον Arist. Col.796a15. II kill upon or besides, τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν E.HF995, cf. X.An.1.8.29 (also ἑαυτὸν ἐπισφάξασθαι ibid.); Ἀντώνιον ἐ. Καίσαρι Plu.Brut.18:—Pass., ἐπεσφάγη τοῖς παισίν J.BJ5.13. I, cf. Philostr.V A4.16. 2 kill over again, νεκρούς D.L.2.135. III dispatch, strike the death-blow, Thphr. ap. Porph.Abst. 2.30, Plu.Ant.76: metaph., talk one to death, Luc.JTr.43.
German (Pape)
[Seite 987] auch ἐπισφάττω (s. σφάζω), dabei, darüber schlachten, opfern, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ Eur. Hec. 505; τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν, zu zwei Opfern noch ein drittes, Herc. Fur. 995; τινά τινι, auf Einen, Xen. An. 1, 8, 29; ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Cyr. 7, 3, 7, beim Grabe des Abradatas; ἐπισφαγήσεται ib. 11; vgl. Eur. El. 92 πυρᾷ αἷμα μηλείου φόνου; Sp., wie Plut. Anton. 13; vollends tödten, 76. – Übertr., durch Reden umbringen, Luc. Iov. Trag. 43.
French (Bailly abrégé)
1 égorger sur : ἐπ. τινὰ τάφῳ EUR immoler qqn sur un tombeau ; πρόβατά τινι XÉN immoler des agneaux sur le corps d’un mort;
2 égorger ensuite ou à la suite de : τινα ἐπ. τινι qqn après qqn;
3 achever d’égorger, achever.
Étymologie: ἐπί, σφάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισφάζω: μεταγεν. -σφάττω, σφάζω ἐπί, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) ἐπιχέω, αἷμα μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., αἷμα ἀρτίως ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. σφάζω ἐπί τινος ἢ προσέτι, τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 (ἔνθα καὶ τὸ Μέσ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου φονεύω, νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. φονεύω ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 43.
Greek Monolingual
ἐπισφάζω και ἐπισφάττω (Α) σφάζω
1. σφάζω πάνω σε βωμό ή τάφο («καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἁβραδάτα»)
2. σφάζω επί πλέον ή μετά από κάποιον («τρίτον θῡμ’ ὡς ἐπισφάξων δυοῑν»)
3. αποτελειώνω τον φόνο
4. φέρνω σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ με λόγια ή πράξεις («σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ἐπισφάζω: μεταγεν. -σφάττω, μέλ. -ξω,
I. σφάζω επάνω σε, λέγεται για θυσίες που προσφέρονται πάνω σε τάφο, σε Ευρ., Ξεν.
II. σκοτώνω έπειτα ή επιπλέον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισφάζω: или ἐπισφάττω
1) (на чем-л., у или после чего-л.) закалывать, умерщвлять, убивать (τινὰ τάφῳ Eur.): πρόβατά τινι ἐ. Xen. закалывать ягнят при погребении кого-л.; αἷμα μηλείου φόνου ἐ. Eur. окропить овечьей кровью (погребальный костер); τινὰ ἐ. τινί Plut. умерщвлять кого-л. вслед за кем-л.;
2) добивать, приканчивать (τινά Luc., Plut.).
Middle Liddell
later -σφάττω fut. ξω
I. to slaughter over or upon, of sacrifices offered at a tomb, Eur., Xen.
II. to kill after or besides, Xen.