ὄχανον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern [[τελαμών]] (was zu vgl.); von [[πόρπαξ]] ist es nach Plut. (s. [[ὀχάνη]]) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern [[τελαμών]] (was zu vgl.); von [[πόρπαξ]] ist es nach Plut. (s. [[ὀχάνη]]) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄχᾰνον''': τό, ([[ἔχω]]) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο [[ταινία]] σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τῆς ἀσπίδος [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ [[μεγάλη]] ἀσπὶς ([[θυρεός]], παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ [[πόρπαξ]]· [[ὅστις]] πιθανῶς ἦτο [[κρίκος]] τις [[ὅστις]] εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, [[ὥστε]] νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς [[ἄχρηστος]], πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ [[ἴσως]] οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχανον]]· ὁ τῆς ἀσπίδος [[πόρπαξ]]. καὶ ὁ [[δεσμός]]. καὶ [[ὅπου]] ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» ([[ἴσως]] διορθωτ. τὰς χεῖρας).
|lstext='''ὄχᾰνον''': τό, ([[ἔχω]]) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο [[ταινία]] σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τῆς ἀσπίδος [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ [[μεγάλη]] ἀσπὶς ([[θυρεός]], παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ [[πόρπαξ]]· [[ὅστις]] πιθανῶς ἦτο [[κρίκος]] τις [[ὅστις]] εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, [[ὥστε]] νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς [[ἄχρηστος]], πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ [[ἴσως]] οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχανον]]· ὁ τῆς ἀσπίδος [[πόρπαξ]]. καὶ ὁ [[δεσμός]]. καὶ [[ὅπου]] ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» ([[ἴσως]] διορθωτ. τὰς χεῖρας).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχᾰνον Medium diacritics: ὄχανον Low diacritics: όχανον Capitals: ΟΧΑΝΟΝ
Transliteration A: óchanon Transliteration B: ochanon Transliteration C: ochanon Beta Code: o)/xanon

English (LSJ)

τό, or ὀχάνη (ἔχω A) holder of a shield, i.e. a bar or band fastened crosswise on the under side of the shield, through which the bearer passed his arm, Anacr.91, Hdt.2.141, Aen.Tact.29.12; invented by the Carians acc. to Hdt.1.171.

German (Pape)

[Seite 428] τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern τελαμών (was zu vgl.); von πόρπαξ ist es nach Plut. (s. ὀχάνη) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. ὀχάνη.
Étymologie: ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχᾰνον: τό, (ἔχω) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο ταινία σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς ἀσπίδος οὕτως ὥστε ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ μεγάλη ἀσπὶς (θυρεός, παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ πόρπαξ· ὅστις πιθανῶς ἦτο κρίκος τις ὅστις εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, ὥστε νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς ἄχρηστος, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ ἴσως οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), ὅθενφράσις πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχανον· ὁ τῆς ἀσπίδος πόρπαξ. καὶ ὁ δεσμός. καὶ ὅπου ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» (ἴσως διορθωτ. τὰς χεῖρας).

Greek Monotonic

ὄχᾰνον: τό (ἔχω), λαβή ασπίδας, η στερεωμένη ταινία στις δύο άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το χέρι του αυτός που κρατούσε την ασπίδα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὄχᾰνον: τό (ременная) рукоять щита Her., Luc.

Middle Liddell

ὄχᾰνον, ου, τό, [ἔχω]
the holder of a shield, a bar across the hollow of the shield, through which the bearer passed his arm, Hdt.