γαμψός: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' *γάμπτω = [[κάμπτω]].
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' *γάμπτω = [[κάμπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γαμψός''': ή όν, ([[κάμπτω]]) [[καμπύλος]], κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · [[ῥύγχος]] ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = [[γαμψῶνυξ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 337.
|elnltext=[[γαμψός]] -ή -όν gekromd, krom, gebogen; ook voor [[γαμψῶνυξ]]:. γαμψοὺς οἰωνούς vogels met gekromde klauwen Aristoph. Nub. 337.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γαμψός]], , -όν)<br />[[κυρτός]], [[αγκυλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πτηνά) ο [[γαμψώνυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]». Το απλό [[γαμψός]] προήλθε κατ' [[απόσπαση]] από το αρχαϊκό σύνθετο <i>γαμψώνυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γναμψωνυξ</i> ([[πρβλ]]. και [[λειψός]] <span style="color: red;"><</span> [[λειψόθριξ]] ή [[λείψανδρος]], [[αψύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αψίθυμος]], [[κοντός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοντομάχος</i>, <i>κοντοβόλος</i> <b>κ.τ.ό.</b>). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]] συμφυρμού τών [[γνάμπτω]] και [[κάμπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαμψός:''' -ή, -όν ([[κάμπτω]]), [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = [[γαμψῶνυξ]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt== [[γαμψῶνυξ]] [[κάμπτω]]<br />[[curved]]: of birds of [[prey]].
|mdlsjtxt== [[γαμψῶνυξ]] [[κάμπτω]]<br />[[curved]]: of birds of [[prey]].
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[γαμψός]] -ή -όν gekromd, krom, gebogen; ook voor [[γαμψῶνυξ]]:. γαμψοὺς οἰωνούς vogels met gekromde klauwen Aristoph. Nub. 337.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γαμψός]], , -όν)<br />[[κυρτός]], [[αγκυλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πτηνά) ο [[γαμψώνυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]». Το απλό [[γαμψός]] προήλθε κατ' [[απόσπαση]] από το αρχαϊκό σύνθετο <i>γαμψώνυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γναμψωνυξ</i> ([[πρβλ]]. και [[λειψός]] <span style="color: red;"><</span> [[λειψόθριξ]] ή [[λείψανδρος]], [[αψύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αψίθυμος]], [[κοντός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοντομάχος</i>, <i>κοντοβόλος</i> <b>κ.τ.ό.</b>). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]] συμφυρμού τών [[γνάμπτω]] και [[κάμπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαμψός:''' -ή, -όν ([[κάμπτω]]), [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = [[γαμψῶνυξ]], σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''γαμψός''': ή όν, ([[κάμπτω]]) [[καμπύλος]], κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · [[ῥύγχος]] ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = [[γαμψῶνυξ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 337.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''γαμψός''': {gampsós}<br />'''Meaning''': [[krumm]] (Ar. ''Nu''. 337 [lyr.], Hp., Arist. u. a.)<br />'''Composita''': Kompositum [[γαμψῶνυξ]] (poet. seit Il.), [[γαμψώνυχος]] (Epich., Arist. usw.) [[krummkrallig]].<br />'''Derivative''': mit [[γαμψότης]], γαμψόομαι (Arist.) und [[γαμψωλή]] (H.).<br />'''Etymology''': Offenbar zu [[γνάμπτω]] (s. d.); der Wegfall des -ν- erklärt sich unschwer als dissimilatorisch, wenn man [[γαμψός]] als eine Rückbildung aus dem früher belegten verbalen Reduktionskompositum γαμψώνυχ(ο)- ansieht, s. Leumann Hom. Wörter 156 m. Lit. Dadurch erübrigt sich die Annahme einer Kontamination von [[γνάμπτω]] und [[κάμπτω]] (Güntert Reimwortbildungen 115f.).<br />'''Page''' 1,288-289
|ftr='''γαμψός''': {gampsós}<br />'''Meaning''': [[krumm]] (Ar. ''Nu''. 337 [lyr.], Hp., Arist. u. a.)<br />'''Composita''': Kompositum [[γαμψῶνυξ]] (poet. seit Il.), [[γαμψώνυχος]] (Epich., Arist. usw.) [[krummkrallig]].<br />'''Derivative''': mit [[γαμψότης]], γαμψόομαι (Arist.) und [[γαμψωλή]] (H.).<br />'''Etymology''': Offenbar zu [[γνάμπτω]] (s. d.); der Wegfall des -ν- erklärt sich unschwer als dissimilatorisch, wenn man [[γαμψός]] als eine Rückbildung aus dem früher belegten verbalen Reduktionskompositum γαμψώνυχ(ο)- ansieht, s. Leumann Hom. Wörter 156 m. Lit. Dadurch erübrigt sich die Annahme einer Kontamination von [[γνάμπτω]] und [[κάμπτω]] (Güntert Reimwortbildungen 115f.).<br />'''Page''' 1,288-289
}}
}}

Revision as of 19:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαμψός Medium diacritics: γαμψός Low diacritics: γαμψός Capitals: ΓΑΜΨΟΣ
Transliteration A: gampsós Transliteration B: gampsos Transliteration C: gampsos Beta Code: gamyo/s

English (LSJ)

ή, όν, A curved, crooked, of the uterine κόλποι, Hp. Nat Pucr.31; κέρατα Arist.HA630a31; ῥύγχος Id.PA662b2; ὄνυχες ib.662b5 (Comp.); ἅρπαι Lyc.358. 2 of birds of prey, = γαμψῶνυξ, Ar. Nu.337 (anap.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Morfología: [gen. -οῖο AP 16.118 (Paul.Sil.)]
1 curvo de la cavidad del útero, Hp.Nat.Puer.31, cf. Hp. en Gal.19.90, κέρατα Arist.HA 630a31, ῥύγχος Arist.PA 662b2, ἄγκιστρον AP 6.192 (Arch.), δρέπανον AP 6.95 (Antiphil.), cf. 104 (Phil.), ὄνυχες Gal.3.176, ὑπὲρ γαμψοῖο κορύμβου por encima de la curva popa, AP l.c.
2 de curvo pico οἰωνοί Ar.Nu.337, cf. Sch.ad loc.
• Etimología: Se ha propuesto partir de la forma γαμψῶνυξ < *γναμψωνυξ. Por disim. en su primer elemento se habría formado γαμψός, c. un suf. -σός del tipo βλαισός, λοξός, etc. Todo ello rel. γνάμπτω q.u.

German (Pape)

[Seite 473] (κάμπτω), gebogen, krumm, κέρατα Arist. H. A. 9, 45; δρέπανον Antiphil. 4 (VI, 85); ἄγκιστρον Archi. 10 (VI, 192). – Ar. Nubb. 336 γαμψοὶ οἰωνοί; s. γαμψῶνυξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
recourbé.
Étymologie: *γάμπτω = κάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμψός -ή -όν gekromd, krom, gebogen; ook voor γαμψῶνυξ:. γαμψοὺς οἰωνούς vogels met gekromde klauwen Aristoph. Nub. 337.

Russian (Dvoretsky)

γαμψός:
1) загнутый, изогнутый, кривой (κέρατα, ὄνυχες, ὀδόντες Arst.; ἄγκιστρον, δρέπανον Anth.);
2) с кривыми когтями (οἰωνοί Arph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: curved, crooked (Ar.)
Compounds: γαμψῶνυξ (Il.), γαμψώνυχος (Epich.) w. curved claws.
Derivatives: γαμψόομαι (Arist.), γαμψωλή (H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: It seems evident to connect γνάμπτω (q.v.). The absence of the -ν- was explained as dissimilation, if γαμψός is a backformation from γαμψώνυχ(ο)- (Leumann Hom. Wörter 156); this is improbable and must be rejected. (It is an explanation to avoid certain conclusions; we should rather explain these conclusions). Nor a contamination of γνάμπτω and κάμπτω (Güntert Reimwortbildungen 115f.). I think we rather have to connect (a variant of) κάμπτω. Also, the question remains about the relation between κάμπτω and γνάμπτω. I think all these words are Pre-Greek; s.vv.

Middle Liddell

= γαμψῶνυξ κάμπτω
curved: of birds of prey.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γαμψός, -ή, -όν)
κυρτός, αγκυλωτός
αρχ.
(για πτηνά) ο γαμψώνυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ' απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ ή λείψανδρος, αψύς < αψίθυμος, κοντός < κοντομάχος, κοντοβόλος κ.τ.ό.). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η υπόθεση συμφυρμού τών γνάμπτω και κάμπτω.

Greek Monotonic

γαμψός: -ή, -όν (κάμπτω), καμπυλωτός, κυρτός· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = γαμψῶνυξ, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γαμψός: ή όν, (κάμπτω) καμπύλος, κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · ῥύγχος ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = γαμψῶνυξ Ἀριστοφ. Νεφ. 337.

Frisk Etymology German

γαμψός: {gampsós}
Meaning: krumm (Ar. Nu. 337 [lyr.], Hp., Arist. u. a.)
Composita: Kompositum γαμψῶνυξ (poet. seit Il.), γαμψώνυχος (Epich., Arist. usw.) krummkrallig.
Derivative: mit γαμψότης, γαμψόομαι (Arist.) und γαμψωλή (H.).
Etymology: Offenbar zu γνάμπτω (s. d.); der Wegfall des -ν- erklärt sich unschwer als dissimilatorisch, wenn man γαμψός als eine Rückbildung aus dem früher belegten verbalen Reduktionskompositum γαμψώνυχ(ο)- ansieht, s. Leumann Hom. Wörter 156 m. Lit. Dadurch erübrigt sich die Annahme einer Kontamination von γνάμπτω und κάμπτω (Güntert Reimwortbildungen 115f.).
Page 1,288-289