γλεῦκος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> vin nouveau doux, moût;<br /><b>2</b> douceur.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> vin nouveau doux, moût;<br /><b>2</b> douceur.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γλεῦκος''': -εος, τό, Λατ. [[mustum]], ὁ «[[μοῦστος]]», δηλ. [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν [[χυμός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. [[γλυκύτης]], Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. [[γλυκύς]], [[ἀγλευκής]], πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἀδευκής]]).
|elnltext=[[γλεῦκος]] -εος, contr. -ους, τό [~ [[γλυκύς]] jonge wijn, most.
}}
{{elru
|elrutext='''γλεῦκος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[сусло]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[сладкое молодое вино]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[сладость]] Arst.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 32: Line 35:
|lsmtext='''γλεῦκος:''' -εος, τό ([[γλυκύς]]), Λατ. [[mustum]], ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.
|lsmtext='''γλεῦκος:''' -εος, τό ([[γλυκύς]]), Λατ. [[mustum]], ο [[μούστος]], το νέο [[κρασί]] που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γλεῦκος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[сусло]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[сладкое молодое вино]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[сладость]] Arst.
|lstext='''γλεῦκος''': -εος, τό, Λατ. [[mustum]], ὁ «[[μοῦστος]]», δηλ. [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν [[χυμός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. [[γλυκύτης]], Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. [[γλυκύς]], [[ἀγλευκής]], πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἀδευκής]]).
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλεῦκος]] -εος, contr. -ους, τό [~ [[γλυκύς]] jonge wijn, most.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλεῦκος Medium diacritics: γλεῦκος Low diacritics: γλεύκος Capitals: ΓΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: gleûkos Transliteration B: gleukos Transliteration C: gleykos Beta Code: gleu=kos

English (LSJ)

εος (Dor. gen. A γλεύκιος GDI4993 (Gortyn)), τό, sweet new wine, Arist.Mete.380b32, Nic.Al.184, 299, PPetr.3p.149 (iii B. C.), Act.Ap.2.13, Dsc.5.6; οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (ii B. C.), PFlor.65.8 (vi A. D.). 2 grape-juice, Gal.6.575. II sweetness, Arist.Pr.931a18.

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Alolema(s): cret. κλεῦκος SEG 27.631A.15 (VI/V a.C.)
• Grafía: graf. γλαῦκος POxy.3512.14 (V d.C.), κλαῦγος PMich.608.9 (VI d.C.)
• Morfología: [cret. gen. κλεύκιος SEG 27.631A.12, γλεύκιος ICr.4.77B.3, 79.4, 144.4 (todas Gortina V a.C.)]
zumo de uva, mosto, SEG ll.cc., ICr.ll.cc., Hp.Int.25, Vict.2.52, Arist.Mete.380b32, Call.Fr.93.4, PSI 544.2 (III a.C.), Corn.ND 30, Luc.Philops.39, Longus 2.1.2, 4.5.1, Philostr.Her.2.3, PHamb.23.30 (VI d.C.), PFlor.65.8 (VI d.C.), σφῆκές τε καὶ ... βέμβικες ... γ. ... δαίνυνται ἐπὶ ῥαγέεσσι πεσοῦσαι cayendo sobre las uvas, avispas y abejorros consumen su zumo Nic.Al.184, νεόθλιπτον γ. mosto recién exprimido Nic.Al.299, ἀσκὸς γλεύκους LXX Ib.32.19, οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (II a.C.), cf. Polyaen.4.3.32, γ. ... ἧττον μεθύσκει (op. γλυκὺς οἶνος) Dsc.5.6, cf. Plu.2.655f, οἶνον ... ἀπὸ γλαύκους ἀδόλου vino procedente de mosto no adulterado, POxy.l.c., PMich.l.c.
irón. γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσίν están cargados de mosto, Act.Ap.2.13, cf. metáf. de la inspiración del Espíritu Santo, Gr.Nyss.M.46.701A. • DMic.: de-re-u-ko.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 vin nouveau doux, moût;
2 douceur.
Étymologie: γλυκύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλεῦκος -εος, contr. -ους, τό [~ γλυκύς jonge wijn, most.

Russian (Dvoretsky)

γλεῦκος: εος τό
1) сусло Arst., Plut.;
2) сладкое молодое вино Arst.;
3) сладость Arst.

English (Strong)

akin to γλυκύς; sweet wine, i.e. (properly) must (fresh juice), but used of the more saccharine (and therefore highly inebriating) fermented wine: new wine.

English (Thayer)

γλεύκους, τό, must, the sweet juice pressed from the grape; Nicander, alex. 184,299; Plutarch, others; sweet wine: BB. DD. under the word Wine>.)

Greek Monolingual

το (AM γλεῡκος)
ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση
μσν.
ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·

Greek Monotonic

γλεῦκος: -εος, τό (γλυκύς), Λατ. mustum, ο μούστος, το νέο κρασί που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

γλεῦκος: -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «μοῦστος», δηλ. νέος οἶνος μήπω ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν χυμός, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. γλυκύτης, Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. γλυκύς, ἀγλευκής, πρβλ. ὡσαύτως ἀδευκής).

Middle Liddell

γλυκύς
Lat. mustum, new wine, Arist.

Chinese

原文音譯:gleàkoj 格留可士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:甜
字義溯源:新酒,甜酒;源自(γλυκύς)*=甜)。
同義字:1) (γλεῦκος)新酒 2) (οἶνος)酒 3) (ὄξος)醋
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 新酒(1) 徒2:13