κατάγειος: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>att. c.</i> [[κατάγαιος]]. | |btext=<i>att. c.</i> [[κατάγαιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατάγειος -ον [κατά, γῆ] Ion. κατάγαιος ondergronds:. ἐκ τοῦ καταγείου van onder de grond Plat. Resp. 532b. op de grond, d.w.z. niet vliegend:. στρουθοὶ κατάγαιοι struisvogels Hdt. 4.175.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάγειος:''' [[подземный]] ([[οἴκησις]] Xen., Plat.; [[μελετητήριον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατάγειος:''' Ιων. κατά-γαιος, <i>-ον</i> (<i>γῆ</i>), ο [[εντός]] ή ο [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''κατάγειος:''' Ιων. κατά-γαιος, <i>-ον</i> (<i>γῆ</i>), ο [[εντός]] ή ο [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατάγειος''': Ἰων. [[κατάγαιος]], ον, (γέα, γῆ), ἐντὸς τῆς γῆς, ὑπὸ τὴν γῆν, [[ὑπόγειος]], θησαυροὶ κατάγαιοι Ἡρόδ. 2. 150· κατάγαιον [[οἴκημα]] ὁ αὐτ. 3. 97, κτλ.· αἱ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· [[κατάγειος]] [[οἴκησις]] Πλάτ. Πολ. 514Α, Πρωτ. 320Ε· ἐκ τοῦ καταγείου, [[κάτωθεν]] τοῦ ἐδάφους, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 532Β· τὰ κατάγεια, δωμάτια ἰσόγεια, τοῦ ἰσογείου πατώματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑπερῷα Διον. Ἁλ. 10. 32. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρουθοὶ κατάγαιοι, ἴδε στρουθὸς ΙΙ. Τύπος τις κατώγειος = [[κατάγειος]], ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Γεωπ. 9. 22, 2, καὶ κατώγεως παρὰ τῷ Σουΐδ, [[προσέτι]] [[κατώγαιος]] παρὰ τῷ Ἀλεξ. Τραλλ. 11. σ. 137· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 297. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατά]]-γαιος, ον [γῆ]<br />in or under the [[earth]], [[underground]], [[subterranean]], Hdt., Xen., etc. | |mdlsjtxt=[[κατά]]-γαιος, ον [γῆ]<br />in or under the [[earth]], [[underground]], [[subterranean]], Hdt., Xen., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:29, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. κατάγαιος, ον, A under the earth, subterranean, θησαυρός Hdt.2.150; οἰκήματα Id.3.97, etc.; οἰκίαι X.An.4.5.25; οἴκησις Pl.R.514a, Prt.320e; ἐκ τοῦ κ. from below ground, Id.R.532b; οἰκίσκος κ. v.l. in Paul.Aeg.6.21. II on the ground, τὰ κ. ground-floor rooms, opp. ὑπερῷα, D.H.10.32; στρουθοὶ κ. ostriches, Hdt.4.175, 192; cf. κατώγειος. 2 Subst., κατάγειον or κατάγαιον, τό, cellar, POxy.75.19 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1341] att. Form für κατάγαιος nach Phryn. in B. A. 47, 14, unterirdisch, unter die Erde gehend; ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος Plat. Rep. VII, 532 b; οἴκησις ib. 514 a; Xen. An. 4, 5, 19; Folgde. – Vgl. Lob. zu Phryn. 297.
French (Bailly abrégé)
att. c. κατάγαιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάγειος -ον [κατά, γῆ] Ion. κατάγαιος ondergronds:. ἐκ τοῦ καταγείου van onder de grond Plat. Resp. 532b. op de grond, d.w.z. niet vliegend:. στρουθοὶ κατάγαιοι struisvogels Hdt. 4.175.1.
Russian (Dvoretsky)
κατάγειος: подземный (οἴκησις Xen., Plat.; μελετητήριον Plut.).
Greek Monolingual
κατάγειος, ιων. τ. κατάγαιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, ο υπόγειος («αἱ δ' οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι», Ξεν.)
2. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, ο επίγειος («στρουθοὶ κατάγαιοι» — πτηνά που τρέχουν πάνω στο έδαφος, οι στρουθοκάμηλοι, Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγειον ή κατάγαιον
υπόγειο, κελάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ γῆς].
Greek Monotonic
κατάγειος: Ιων. κατά-γαιος, -ον (γῆ), ο εντός ή ο κάτω από τη γη, υπόγειος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγειος: Ἰων. κατάγαιος, ον, (γέα, γῆ), ἐντὸς τῆς γῆς, ὑπὸ τὴν γῆν, ὑπόγειος, θησαυροὶ κατάγαιοι Ἡρόδ. 2. 150· κατάγαιον οἴκημα ὁ αὐτ. 3. 97, κτλ.· αἱ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· κατάγειος οἴκησις Πλάτ. Πολ. 514Α, Πρωτ. 320Ε· ἐκ τοῦ καταγείου, κάτωθεν τοῦ ἐδάφους, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 532Β· τὰ κατάγεια, δωμάτια ἰσόγεια, τοῦ ἰσογείου πατώματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑπερῷα Διον. Ἁλ. 10. 32. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρουθοὶ κατάγαιοι, ἴδε στρουθὸς ΙΙ. Τύπος τις κατώγειος = κατάγειος, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Γεωπ. 9. 22, 2, καὶ κατώγεως παρὰ τῷ Σουΐδ, προσέτι κατώγαιος παρὰ τῷ Ἀλεξ. Τραλλ. 11. σ. 137· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 297.
Middle Liddell
κατά-γαιος, ον [γῆ]
in or under the earth, underground, subterranean, Hdt., Xen., etc.