περιφραδής: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br />très habile, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φράζω]]. | |btext=ής, ές :<br />très habile, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φράζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περιφραδής -ές [περιφράζω] zeer schrander; adv. περιφραδέως zorgvuldig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιφρᾰδής:''' [[весьма осмотрительный]], [[разумный]] Hom., HH, Soph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περιφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], σε Ομηρ. Ύμν.· επίρρ. <i>-δέως</i>, σε Όμηρ. | |lsmtext='''περιφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], σε Ομηρ. Ύμν.· επίρρ. <i>-δέως</i>, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι) [[λίαν]] περιεσκεμμένος, [[λίαν]] [[ἐπιμελής]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 464, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Ψ. 73, Σοφ. Ἀντ. 348. Ἐπίρρ. -δέως, Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ὤπτησάν τε περιφραδέως, «[[πάνυ]] ἐμπείρως, καὶ ἐντέχνως» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 466, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιφραδέως˙ [[περιπεφρασμένως]], ἐμπείρως». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περι-φρᾰδής, ές [φράζομαι]<br />[[very]] [[thoughtful]], [[very]] [[careful]], Hhymn., Soph. adv. -δέως, Hom. | |mdlsjtxt=περι-φρᾰδής, ές [φράζομαι]<br />[[very]] [[thoughtful]], [[very]] [[careful]], Hhymn., Soph. adv. -δέως, Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (φράζομαι) very thoughtful, very skilful, h.Merc. 464, S.Ant.348 (lyr.). Adv. -δέως Hom., always in phrase ὤπτησάν τε π., Il.1.466, al.
German (Pape)
[Seite 599] ές, sehr bedachtsam, verständig; H. h. Merc. 464; v.l. Od. 23, 73; sp. D., wie Qu. Sm. 5, 343; – häufiger im adv. περι φραδέως, Il. 1, 466. 7, 318 u. sonst bei ὤπτησαν; auch vom Weinmischen, Antimach. bei Ath. XI, 468 a.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très habile, prudent.
Étymologie: περί, φράζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφραδής -ές [περιφράζω] zeer schrander; adv. περιφραδέως zorgvuldig.
Russian (Dvoretsky)
περιφρᾰδής: весьма осмотрительный, разумный Hom., HH, Soph.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολύ συνετός, βαθυστόχαστος.
επίρρ...
περιφραδέως
με πολλή σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φραδής (< φράδος < φράζω), πρβλ. πολυφραδής.
Greek Monotonic
περιφρᾰδής: -ές (φράζομαι), σκεπτικός, πολύ προσεκτικός, σε Ομηρ. Ύμν.· επίρρ. -δέως, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
περιφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) λίαν περιεσκεμμένος, λίαν ἐπιμελής, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 464, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Ψ. 73, Σοφ. Ἀντ. 348. Ἐπίρρ. -δέως, Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ὤπτησάν τε περιφραδέως, «πάνυ ἐμπείρως, καὶ ἐντέχνως» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 466, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιφραδέως˙ περιπεφρασμένως, ἐμπείρως».
Middle Liddell
περι-φρᾰδής, ές [φράζομαι]
very thoughtful, very careful, Hhymn., Soph. adv. -δέως, Hom.