πολεμηδόκος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] dor. [[πολεμαδόκος]], den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] dor. [[πολεμαδόκος]], den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολεμηδόκος''': ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, [[πολεμικός]], ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
|elnltext=πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμηδόκος:''' дор. [[πολεμαδόκος|πολεμᾱδόκος]] 2 приемлющий войну, т. е. воинственный ([[ὅπλα]] Pind.; [[Ἀθηναία]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πολεμηδόκος:''' Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πολεμηδόκος:''' Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολεμηδόκος:''' дор. [[πολεμαδόκος|πολεμᾱδόκος]] 2 приемлющий войну, т. е. воинственный ([[ὅπλα]] Pind.; [[Ἀθηναία]] Anth.).
|lstext='''πολεμηδόκος''': ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, [[πολεμικός]], ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
}}
{{elnl
|elnltext=πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολεμη-[[δόκος]], δοριξ πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ, [[δέχομαι]]<br />war-sustaining, Pind.
|mdlsjtxt=πολεμη-[[δόκος]], δοριξ πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ, [[δέχομαι]]<br />war-sustaining, Pind.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμηδόκος Medium diacritics: πολεμηδόκος Low diacritics: πολεμηδόκος Capitals: ΠΟΛΕΜΗΔΟΚΟΣ
Transliteration A: polemēdókos Transliteration B: polemēdokos Transliteration C: polemidokos Beta Code: polemhdo/kos

English (LSJ)

Aeol. and Dor. πολεμᾱδόκος, ον, war-sustaining, epithet of Pallas, Alc.9 (prob.), Lamprocl. 1, Phryn.Com.72, IGRom. 4.360.14 (Pergam.);; also π. ὅπλα Pi.P.10.13.

German (Pape)

[Seite 653] dor. πολεμαδόκος, den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.

Russian (Dvoretsky)

πολεμηδόκος: дор. πολεμᾱδόκος 2 приемлющий войну, т. е. воинственный (ὅπλα Pind.; Ἀθηναία Anth.).

Greek Monolingual

δωρ. τ. πολεμαδόκος, -ον, Α
1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος
2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν -η- για μετρικούς λόγους + -δόκος (< δέκομαι / δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.

Greek Monotonic

πολεμηδόκος: Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ (δέχομαι), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμηδόκος: ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, πολεμικός, ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.

Middle Liddell

πολεμη-δόκος, δοριξ πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ, δέχομαι
war-sustaining, Pind.