προπέτεια: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.<br />'''Étymologie:''' [[προπετής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.<br />'''Étymologie:''' [[προπετής]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προπέτεια -ας, ἡ [προπετής] overhaasting, te grote voortvarendheid, onbezonnenheid, roekeloosheid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπέτεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> стремительность, порывистость, тж. опрометчивость (π. καὶ [[θρασύτης]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[непостоянство]] ([[προδοσία]] καὶ π. Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προπέτεια:''' ἡ, απερίκεπτη [[βιασύνη]], [[ορμητικότητα]], [[απερισκεψία]], [[αδιακρισία]], σε Δημ. κ.λπ. | |lsmtext='''προπέτεια:''' ἡ, απερίκεπτη [[βιασύνη]], [[ορμητικότητα]], [[απερισκεψία]], [[αδιακρισία]], σε Δημ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προπέτεια''': ἡ, [[ἀπερίσκεπτος]] [[σπουδή]], [[ὁρμή]], βία, [[ἀδιακρισία]], [[αὐθάδεια]], Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ [[θρασύτης]] ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ [[ἀπόνοια]] ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ [[σωφροσύνη]], ὁ αὐτ. 420. 11· ― [[ἀστάθεια]], Πολύβ. 10. 6, 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A headlong haste, rashness, Isoc.5.90, Arist.EN1150b19; opp. σωφροσύνη, D.19.251; πρόπου π. Id.21.38; π. καὶ θρασύτης Id.22.63, cf. 23.130; π. καὶ ἀπόνοια Id.44.58; hasty judgement, Gal. Anim.Pass.2.6; fickleness, Plb.10.6.2. II prominence, of the nose, Sor.1.103; of the eyes, Gal.18(2).301, Aët.7.2.
German (Pape)
[Seite 739] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ θρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.
Étymologie: προπετής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπέτεια -ας, ἡ [προπετής] overhaasting, te grote voortvarendheid, onbezonnenheid, roekeloosheid.
Russian (Dvoretsky)
προπέτεια: ἡ
1) стремительность, порывистость, тж. опрометчивость (π. καὶ θρασύτης Dem.);
2) непостоянство (προδοσία καὶ π. Polyb.).
Greek Monolingual
η, ΝΑ προπετής
μτφ. άκαιρη και αλόγιστη σπουδή λόγου, απερίσκεπτη βιασύνη κατά την ομιλία
νεοελλ.
αυθάδεια, ιταμότητα
αρχ.
1. κλίση ή πτώση προς τα εμπρός
2. εσπευσμένη κρίση κατά τη διάρκεια θυμού
3. αστάθεια
4. (για τη μύτη και για τα μάτια) προεξοχή, προβολή προς τα έξω, πέταγμα προς τα έξω.
Greek Monotonic
προπέτεια: ἡ, απερίκεπτη βιασύνη, ορμητικότητα, απερισκεψία, αδιακρισία, σε Δημ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
προπέτεια: ἡ, ἀπερίσκεπτος σπουδή, ὁρμή, βία, ἀδιακρισία, αὐθάδεια, Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ θρασύτης ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ ἀπόνοια ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, ὁ αὐτ. 420. 11· ― ἀστάθεια, Πολύβ. 10. 6, 2.
Middle Liddell
προπέτεια, ἡ,
reckless haste, vehemence, rashness, indiscretion, Dem., etc. [from προπετής