προαναβάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=préluder.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀναβάλλω]].
|btext=préluder.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀναβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προαναβάλλομαι''': μέσ., [[λέγω]] ἢ ᾄδω ἐν εἴδει προανακρούσματος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1267, Ἰσοκρ. 240D.
|elnltext=προ-αναβάλλομαι, med. een voorspel beginnen te spelen bij, preluderen op, met acc.: ἵνα ἅττ’ ᾄσεται προαναβάληται om het voorspel te beginnen van wat hij gaat zingen Aristoph. Pax 1267.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰνᾰβάλλομαι:''' [[говорить или петь в виде вступления]] ([[ὥσπερ]] χορὸς πρὸ ἀγῶνος Isocr.): ἅττ᾽ ᾄσεται, προαναβάληται Arph. он репетирует то, что собирается петь.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προαναβάλλομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εβᾰλόμην</i>, Μέσ., μιλάω ή [[τραγουδώ]] εν είδει προανακρούσματος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προαναβάλλομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εβᾰλόμην</i>, Μέσ., μιλάω ή [[τραγουδώ]] εν είδει προανακρούσματος, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προᾰνᾰβάλλομαι:''' [[говорить или петь в виде вступления]] ([[ὥσπερ]] χορὸς πρὸ ἀγῶνος Isocr.): ἅττ᾽ ᾄσεται, προαναβάληται Arph. он репетирует то, что собирается петь.
|lstext='''προαναβάλλομαι''': μέσ., [[λέγω]] ἢ ᾄδω ἐν εἴδει προανακρούσματος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1267, Ἰσοκρ. 240D.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αναβάλλομαι, med. een voorspel beginnen te spelen bij, preluderen op, met acc.: ἵνα ἅττ’ ᾄσεται προαναβάληται om het voorspel te beginnen van wat hij gaat zingen Aristoph. Pax 1267.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -εβᾰλόμην<br />Mid. to say or [[sing]] by way of [[prelude]], Ar.
|mdlsjtxt=aor2 -εβᾰλόμην<br />Mid. to say or [[sing]] by way of [[prelude]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναβάλλομαι Medium diacritics: προαναβάλλομαι Low diacritics: προαναβάλλομαι Capitals: ΠΡΟΑΝΑΒΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: proanabállomai Transliteration B: proanaballomai Transliteration C: proanavallomai Beta Code: proanaba/llomai

English (LSJ)

Med., say or sing by way of prelude, Ar.Pax1267, Isoc.12.39.

German (Pape)

[Seite 706] (s. βάλλω), als Vorspiel oder im Vorspiel sagen; ἵνα ἅττ' ᾄσεται προαναβάληται, Ar. Pax 1267; ὥςπερ χορὸς πρὸ τοῦ ἀγῶνος προαναβαλέσθαι, Isocr. 12, 39.

French (Bailly abrégé)

préluder.
Étymologie: πρό, ἀναβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αναβάλλομαι, med. een voorspel beginnen te spelen bij, preluderen op, met acc.: ἵνα ἅττ’ ᾄσεται προαναβάληται om het voorspel te beginnen van wat hij gaat zingen Aristoph. Pax 1267.

Russian (Dvoretsky)

προᾰνᾰβάλλομαι: говорить или петь в виде вступления (ὥσπερ χορὸς πρὸ ἀγῶνος Isocr.): ἅττ᾽ ᾄσεται, προαναβάληται Arph. он репетирует то, что собирается петь.

Greek Monolingual

Α
λέγω ή άδω σε προανάκρουσμα ή ως προανάκρουσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναβάλλομαι «αρχίζω μέλος»].

Greek Monotonic

προαναβάλλομαι: αόρ. βʹ -εβᾰλόμην, Μέσ., μιλάω ή τραγουδώ εν είδει προανακρούσματος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προαναβάλλομαι: μέσ., λέγω ἢ ᾄδω ἐν εἴδει προανακρούσματος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1267, Ἰσοκρ. 240D.

Middle Liddell

aor2 -εβᾰλόμην
Mid. to say or sing by way of prelude, Ar.