συγκλίνω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=faire coucher avec ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλίνω]]. | |btext=faire coucher avec ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συγ-κλίνω, alleen pass. gaan liggen bij, naar bed gaan met, met dat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκλίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[класть вместе]]: συγκλίνεσθαί τινι Her., Eur. (воз)лечь рядом с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[склоняться]], [[переходить на сторону]] (τινί Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγκλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], [[πλαγιάζω]] [[κάτι]] στον ίδιο [[τόπο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''συγκλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], [[πλαγιάζω]] [[κάτι]] στον ίδιο [[τόπο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] τι εἰς τὸ αὐτό, [[συνευνάζω]]. ― Παθ., κατακλίνομαι, [[πλαγιάζω]] μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. [[κλίνω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 107. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -κλῐνῶ<br />to lay [[together]]:—Pass. to lie with [[another]], c. dat., Hdt., Eur. | |mdlsjtxt=fut. -κλῐνῶ<br />to lay [[together]]:—Pass. to lie with [[another]], c. dat., Hdt., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:13, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], A lay together:—Pass., lie with, (γυναικί) Hdt.2.181; of the woman, οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε -κλιθήσεται E.Alc.1090. 2 intr. in Act., lean, incline, ταῖς εὐνοίαις Plb.7.11.4. II inflect similarly, A.D.Synt.102.11. III συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος,= συγκεκαμμένου (which is v.l.), Hp.Art.60.
German (Pape)
[Seite 968] (s. κλίνω), mitneigen, zusammen niederlegen, pass. zusammenliegen; οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε συγκλιθήσεται, Eur. Alc. 1093; γυναικί, Her. 2, 181; – intrans., geneigt sein, τινί, Pol. 7, 12, 5.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec ; Pass. coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κλίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κλίνω, alleen pass. gaan liggen bij, naar bed gaan met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συγκλίνω: (ῑ)
1) класть вместе: συγκλίνεσθαί τινι Her., Eur. (воз)лечь рядом с кем-л.;
2) склоняться, переходить на сторону (τινί Polyb.).
Greek Monolingual
ΝΑ κλίνω
κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα
νεοελλ.
1. συγκατανεύω, συμφωνώ
2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, -ουσα, -ον
α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού, δηλαδή που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου
β) φυσ. (στην οπτική)
i) (για δέσμη φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για δέσμη ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται προς την κατεύθυνση ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων
ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε ένα σημείο, ονομαζόμενο εστία, τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες
3. φρ. α) «συγκλίνουσα εξέλιξη»
βιολ. το φαινόμενο της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω κοινών προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα
β) «συγκλίνων στραβισμός» — περίπτωση στραβισμού κατά την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν προς τη μύτη
αρχ.
1. υποχωρώ σε κάποιον ή σε κάτι
2. γραμμ. υπάγομαι μαζί με κάτι άλλο στην ίδια κλίση
3. παθ. συγκλίνομαι
κοιμάμαι μαζί με άλλον στην ίδια κλίνη
4. μέσ. κάμπτομαι μαζί με κάτι άλλο («συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
συγκλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, κλίνω, πλαγιάζω κάτι στον ίδιο τόπο — Παθ., πλαγιάζω με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλίνω: [ῑ], κλίνω τι εἰς τὸ αὐτό, συνευνάζω. ― Παθ., κατακλίνομαι, πλαγιάζω μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» ὁμοῦ, Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. κλίνω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 107.
Middle Liddell
fut. -κλῐνῶ
to lay together:—Pass. to lie with another, c. dat., Hdt., Eur.