σκύβαλον: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> débris jeté de côté, restes d'un repas;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ce qu’on rejette <i>en gén.</i>, excrément.<br />'''Étymologie:''' de [[ἐς]] κύνας βάλλειν, cf. [[σκορακίζω]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> débris jeté de côté, restes d'un repas;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ce qu’on rejette <i>en gén.</i>, excrément.<br />'''Étymologie:''' de [[ἐς]] κύνας βάλλειν, cf. [[σκορακίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκύβᾰλον''': τό, [[κόπρος]], περίττωμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 18, Πλούτ. 2. 352D· πληθ., σκ. [[λευκά]] καὶ ἀργιλώδεα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 7. 2) ἀπομεινάριον, ὑπόλοιπον, [[ἀπόβλημα]], «σκουπίδι», ἀποδειπνίδιον σκ. Ἀνθ. Π. 6. 302· ἄνδρα πολύκλαυτον, ναυτιλίης σκ. Ἀνθ. Π. 7. 276· τέφρης λοιπὸν ἒτι σκ. [[αὐτόθι]] 382· πληθ., [[δεῖπνον]] ἀπὸ σκυβάλων [[αὐτόθι]] 6. 303· σκ. ἀνθρώπου Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 4). (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἐς κύνας βαλεῖν, πρβλ. [[σκορακίζω]]).
|elnltext=σκύβᾰλον -ου, τό overblijfsel, afval, ‘restje’; ook overdr.. ἡγοῦμαι σκύβαλα ἵνα Χριστὸν κερδήσω ik beschouw (alles) als afval opdat ik Christus win NT Phil. 3.8.
}}
{{elru
|elrutext='''σκύβᾰλον:''' (ῠ) τό тж. pl. остатки, отбросы (τροφῆς Plut.): δαπάνης σ. Plut. или ἀποδειπνίδιον σ. Anth. объедки; τέφρης σ. Anth. оставшийся пепел, т. е. останки; ναυτιλίης σ. Anth. обломки кораблей или вещи, выброшенные морем.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σκύβᾰλον:''' τό, [[περίττωμα]], [[ακαθαρσία]], [[λύμα]], [[σκουπίδι]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σκύβᾰλον:''' τό, [[περίττωμα]], [[ακαθαρσία]], [[λύμα]], [[σκουπίδι]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκύβᾰλον:''' (ῠ) τό тж. pl. остатки, отбросы (τροφῆς Plut.): δαπάνης σ. Plut. или ἀποδειπνίδιον σ. Anth. объедки; τέφρης σ. Anth. оставшийся пепел, т. е. останки; ναυτιλίης σ. Anth. обломки кораблей или вещи, выброшенные морем.
|lstext='''σκύβᾰλον''': τό, [[κόπρος]], περίττωμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 18, Πλούτ. 2. 352D· πληθ., σκ. [[λευκά]] καὶ ἀργιλώδεα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 7. 2) ἀπομεινάριον, ὑπόλοιπον, [[ἀπόβλημα]], «σκουπίδι», ἀποδειπνίδιον σκ. Ἀνθ. Π. 6. 302· ἄνδρα πολύκλαυτον, ναυτιλίης σκ. Ἀνθ. Π. 7. 276· τέφρης λοιπὸν ἒτι σκ. [[αὐτόθι]] 382· πληθ., [[δεῖπνον]] ἀπὸ σκυβάλων [[αὐτόθι]] 6. 303· σκ. ἀνθρώπου Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 4). (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἐς κύνας βαλεῖν, πρβλ. [[σκορακίζω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=σκύβᾰλον -ου, τό overblijfsel, afval, ‘restje’; ook overdr.. ἡγοῦμαι σκύβαλα ἵνα Χριστὸν κερδήσω ik beschouw (alles) als afval opdat ik Christus win NT Phil. 3.8.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 22:14, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠβᾰλον Medium diacritics: σκύβαλον Low diacritics: σκύβαλον Capitals: ΣΚΥΒΑΛΟΝ
Transliteration A: skýbalon Transliteration B: skybalon Transliteration C: skyvalon Beta Code: sku/balon

English (LSJ)

τό, A dung, excrement, Plu.2.352d, Alex.Aphr.Pr.1.18: pl., σ. λευκὰ καὶ ἀργιλώδεα Aret.SD1.15, cf. Str.14.1.37, J.BJ5.13.7, etc.; manure, PFay.119.7 (i/ii A.D.). 2 refuse, offal, Ep.Phil.3.8, Jul.Or.5.179c; ἀποδειπνίδιον σ. AP6.302 (Leon.); ἄνδρα, πολύκλαυτον ναυτιλίης σ. ib.7.276 (Hegesipp.); τέφρης λοιπὸν ἔτι σ. ib.382 (Phil.); opp. τὸ χρήσιμον, Ath.Med. ap. Orib.1.2.8; σ. τοῦ σησάμου PCair.Zen. 494.16 (iii B.C.); ς. χόρτου PSI3.184.7 (pl., iii A.D.): pl., δεῖπνον ἀπὸ σκυβάλων AP6.303 (Aristo); σ. ἀνθρώπου LXX Si.27.4.

German (Pape)

[Seite 906] τό, Koth, Auswurf, Kehricht, alles Überbleibsel, was man wegwirft, Schalen, Hülsen, Hefen u. dgl.; Suid. leitet es von κυσίβαλον ab, was den Hunden vorgeworfen wird; so ἀποδειπνίδιον, Leon. Al. 30 (VI, 302); ξηρά, Ep. ad. 13 (XII, 107); δεῖπνον ἀπὸ σκυβάλων, Aristo 2 (VI, 303); ἡμιδαές, Ep. ad. 386 (IX, 375), u. öfter in der Anth.; περίσσωμα τροφῆς καὶ σκ., Plut. Is. et Os. 4; auch was das Meer auswirft, Ach. Tat. 2, 11, s. Jac. p. 522.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 débris jeté de côté, restes d'un repas;
2 p. ext. ce qu’on rejette en gén., excrément.
Étymologie: de ἐς κύνας βάλλειν, cf. σκορακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύβᾰλον -ου, τό overblijfsel, afval, ‘restje’; ook overdr.. ἡγοῦμαι σκύβαλα ἵνα Χριστὸν κερδήσω ik beschouw (alles) als afval opdat ik Christus win NT Phil. 3.8.

Russian (Dvoretsky)

σκύβᾰλον: (ῠ) τό тж. pl. остатки, отбросы (τροφῆς Plut.): δαπάνης σ. Plut. или ἀποδειπνίδιον σ. Anth. объедки; τέφρης σ. Anth. оставшийся пепел, т. е. останки; ναυτιλίης σ. Anth. обломки кораблей или вещи, выброшенные морем.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of εἰς and κύων and βάλλω; what is thrown to the dogs, i.e. refuse (ordure): dung.

English (Thayer)

σκυβαλου, τό (κυσιβαλον τί ὄν, τό τοῖς κυσί βαλλόμενον, Suidas (p. 3347c.; to the same effect Etym. Magn., p. 719,53cf. 125,44; others connect it with σκῶρ (cf. scoria, Latin stercus), others with a root meaning 'to shiver', 'shred'; Fick, Part i., p. 244)), any refuse, as the excrement of animals, offscouring, rubbish, dregs, etc.: (A. V. dung) i. e. worthless and detestable, Philo; Josephus, b. j. 5,13, 7; Plutarch; Strabo; often in the Anthol.) (See on the word, Lightfoot on Philippians, the passage cited; Gataker, Advers. Miscell. Posth., c. xliii, p. 868ff.)

Greek Monotonic

σκύβᾰλον: τό, περίττωμα, ακαθαρσία, λύμα, σκουπίδι, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σκύβᾰλον: τό, κόπρος, περίττωμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 18, Πλούτ. 2. 352D· πληθ., σκ. λευκά καὶ ἀργιλώδεα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 7. 2) ἀπομεινάριον, ὑπόλοιπον, ἀπόβλημα, «σκουπίδι», ἀποδειπνίδιον σκ. Ἀνθ. Π. 6. 302· ἄνδρα πολύκλαυτον, ναυτιλίης σκ. Ἀνθ. Π. 7. 276· τέφρης λοιπὸν ἒτι σκ. αὐτόθι 382· πληθ., δεῖπνον ἀπὸ σκυβάλων αὐτόθι 6. 303· σκ. ἀνθρώπου Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΖ΄, 4). (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἐς κύνας βαλεῖν, πρβλ. σκορακίζω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: waste, offal, refuse, muck (hell a. late).
Other forms: Also *σκύβλον as in σκυβλίζω?
Derivatives: σκυβαλ-ώδης muck-like (late), -ικός dirty (Timocr.?), -ίζω, also w. ἀνα-, ἀπο-, to treat like, to regard as waste (LXX, D. H. a.o.); to this -ισμός m. (Plb.), -ισμα n. (Ps.-Phoc.), -ισις f. (sch.); -εύομαι id. (sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Not certainly explained. Hypothesis of Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 90 f. a. 107 (w. criticism of earlier proposals): to Hitt. išḫuu̯a- throw (away), shake (away). Older lit. also in Bq and WP. 2, 556. Cf. also Chantraine Form. 247. -- Furnée 148 compares κύπελλα τὰ της μάζης καὶ τῶν ἄρτων ἐπὶ τῆς τραπέζης καταλείμματα (Philet. ap. Ath. 11, 483a); if correct, the word would be Pre-Greek.

Middle Liddell

σκύβᾰλον, ου, τό,
dung, filth, refuse, Anth. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σκύβαλον: {skúbalon}
Grammar: n.
Meaning: Abfall, Auswurf, Kehricht, Kot (hell u. sp.)
Derivative: mit σκυβαλώδης kotähnlich (sp.), -ικός schmutzig (Timokr.?), -ίζω, auch m. ἀνα-, ἀπο-, als Abfall behandeln, betrachten (LXX, D.H. u.a.); dazu -ισμός m. (Plb.), -ισμα n. (Ps.-Phok.), -ισις f. (Sch.); -εύομαι ib. (Sch.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Hypothese von Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 90 f. u. 107 (m. Kritik früherer Vorschläge): zu heth. išḫuu̯a- ‘(hin)werfen, (hin) schütten’. Ält. Lit. auch bei Bq und WP. 2, 556. Vgl. noch Chantraine Form. 247.
Page 2,740

Chinese

原文音譯:skÚbalon 士-去-巴朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:入-繁多(處)-投
字義溯源:丟給狗的,桌上零碎,廢物,垃圾,污物,肥料,糞,糞土;由(εἰς)*=到,進入)與(κύων)*=狗)及(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成。參讀 (κάθαρμα / περικάθαρμα)同義字
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 糞土(1) 腓3:8