πυκτεύω: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<b>1</b> se battre à coups de poing;<br /><b>2</b> lutter au pugilat.<br />'''Étymologie:''' [[πύκτης]]. | |btext=<b>1</b> se battre à coups de poing;<br /><b>2</b> lutter au pugilat.<br />'''Étymologie:''' [[πύκτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πυκτεύω [πύκτης] boksen:. τίς ἐς σὸν κρᾶτ’ ἐπύκτευσεν; wie heeft je een klap op je kop gegeven? Eur. Cycl. 229; οὕτως πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων ik vecht niet als een bokser die zomaar in de lucht slaat NT 1 Cor. 9.26. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυκτεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[драться кулаками]] Dem.;<br /><b class="num">2)</b> [[ударять кулаком]] (εἰς [[κρᾶτα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[заниматься кулачным боем]], [[быть кулачным бойцом]] (π. καὶ παγκρατιάζειν Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πυκτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] την [[πυγμαχία]], [[πυγμαχώ]], προπονούμαι στην [[πυγμαχία]], σε Ξεν. κ.λπ.· εἰς [[κρᾶτα]] [[πυκτεύω]], [[χτυπώ]] με [[γροθιά]] στο [[κεφάλι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πυκτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] την [[πυγμαχία]], [[πυγμαχώ]], προπονούμαι στην [[πυγμαχία]], σε Ξεν. κ.λπ.· εἰς [[κρᾶτα]] [[πυκτεύω]], [[χτυπώ]] με [[γροθιά]] στο [[κεφάλι]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πυκτεύω''': πυγμαχῶ, Ξεν. Λακ. 4, 6, Δημ. 51. 24· π. καὶ παγκρατιάζειν Πλάτ. Γοργ. 456D· [[περί]] τινος [[πρός]] τινα Κόριννα 11· εἰς [[κρᾶτα]] π., κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς τὴν κεφαλήν, Εὐρ. Κύκλ. 229. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
Boeot. πουκτεύω, box, spar, X.Lac.4.6, D.4.40; οὕτω πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων 1 Ep.Cor.9.26; π. καὶ παγκρατιάζειν Pl.Grg.456d; περὶ τεοῦς Ἑρμᾶς ποτ' Ἄρευα π. Corinn.11; τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν = who has been pummeling your head, who struck you with the fist on the head, E.Cyc.229: generally, fight, ξιφήρη π. Hld.10.31; of gladiators, Rev.Arch.30(1929).24 (Gortyn):—Med., πεπύκτευται αὐτόν Philostr.Im.2.19.
German (Pape)
[Seite 816] die Kunst des πύκτης, den Faustkampf üben, mit der Faust kämpfen; τίς εἰς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν; Eur. Cycl. 228; Plat. Gorg. 456 d u. sonst; Dem. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
1 se battre à coups de poing;
2 lutter au pugilat.
Étymologie: πύκτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκτεύω [πύκτης] boksen:. τίς ἐς σὸν κρᾶτ’ ἐπύκτευσεν; wie heeft je een klap op je kop gegeven? Eur. Cycl. 229; οὕτως πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων ik vecht niet als een bokser die zomaar in de lucht slaat NT 1 Cor. 9.26.
Russian (Dvoretsky)
πυκτεύω:
1) драться кулаками Dem.;
2) ударять кулаком (εἰς κρᾶτα Eur.);
3) заниматься кулачным боем, быть кулачным бойцом (π. καὶ παγκρατιάζειν Plat.).
English (Thayer)
(πύκτης a pugilist (see πυγμή, at the beginning)); to be a boxer, to box (A. V. fight): Euripides, Xenophon, Plato, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α πύκτης
1. μάχομαι ή αγωνίζομαι με κάποιον με την πυγμή, πυγμαχώ («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἄν συμβάλωσι», Ξεν.)
2. είμαι πυγμάχος («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», Πλάτ.)
3. χτυπώ κάποιον με την πυγμή («τίς εἰς σὸν κρᾱτ' ἐπύκτευσεν;», Ευρ.)
4. αγωνίζομαι, μονομαχώ.
Greek Monotonic
πυκτεύω: μέλ. -σω, εξασκώ την πυγμαχία, πυγμαχώ, προπονούμαι στην πυγμαχία, σε Ξεν. κ.λπ.· εἰς κρᾶτα πυκτεύω, χτυπώ με γροθιά στο κεφάλι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πυκτεύω: πυγμαχῶ, Ξεν. Λακ. 4, 6, Δημ. 51. 24· π. καὶ παγκρατιάζειν Πλάτ. Γοργ. 456D· περί τινος πρός τινα Κόριννα 11· εἰς κρᾶτα π., κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς τὴν κεφαλήν, Εὐρ. Κύκλ. 229.
Middle Liddell
πυκτεύω, fut. -σω
to practise boxing, box, spar, Xen., etc.; εἰς κρᾶτα π. to strike with the fist on the head, Eur. [from πύκτης
Chinese
原文音譯:puktšw, (pukteÚw) 匹克帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:拳
字義溯源:鬥拳,打;源自(πυγμή)=緊握拳頭),而 (πυγμή)又出自(πυνθάνομαι)X*=拳)。參讀 (ἀγωνίζομαι)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 我⋯鬥拳(1) 林前9:26