συγκατάθεσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> assentiment, approbation ; <i>t. stoïc.</i> accord de l'esprit avec les perceptions;<br /><b>2</b> soumission.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατατίθημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> assentiment, approbation ; <i>t. stoïc.</i> accord de l'esprit avec les perceptions;<br /><b>2</b> soumission.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατατίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκατάθεσις''': ἡ, ἐπιδοκιμασία, συναίνεσις, συγκατάνευσις, Πολύβ. 2. 58, 11, κτλ.· - [[συμφωνία]], πρὸς Κορινθ. Δευτ. Ἐπιστ. Ϛ΄, 16. 2) ἐν τῇ στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, ἡ συναίνεσις ἢ συγκατάνευσις τοῦ νοῦ πρὸς τὰς διδασκαλίας αὐτῆς, assensus ἐν Κικ. Αcad. Pr. 2. 47, πρβλ. Πλούτ. 2. 1055F, 1056C, κτλ.· τὸν ὅρον τοῦτον εἰσήγαγεν εἰς τὴν Λατινικὴν ὁ Κικέρων, Πλουτ. Κικ. 40· πρβλ. [[συγκατατίθημι]]. ΙΙ. [[ὑποταγή]], Πλουτ. Ἀντών. 24, Εὐσ. Ἐκκλ. 7. 24. - Συγκαταθέσεως ἐπιρρήματα, [[οἷον]] ναι, [[ναίχι]], Διονύσ. [[Θρᾷξ]] 642, 5.
|elnltext=συγκατάθεσις -εως, ἡ [συγκατατίθημι] overeenstemming, overeenkomst. instemming. Plut. Ant. 24.12.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατάθεσις:''' εως <br /><b class="num">1)</b> [[согласие]], [[одобрение]] ([[ἔπαινος]] καὶ σ. Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[подчинение]], [[уступка]] ([[ὕφεσις]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[совместное существование]] (τίς σ. ναῷ θεοῦ μετὰ εἰδώλων; NT);<br /><b class="num">4)</b> филос. (у стоиков) логическое приятие, признание, утверждение Plut.: ἡ πρὸς μηδέτερον σ. Sext. неприятие ни одного из обоих суждений.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συγκατάθεσις:''' ἡ ([[συγκατατίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επιδοκιμασία]], [[συμφωνία]], [[ομοφωνία]], [[συγκατάθεση]], [[συναίνεση]], [[αποδοχή]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[υποταγή]], [[αποδοχή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγκατάθεσις:''' ἡ ([[συγκατατίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επιδοκιμασία]], [[συμφωνία]], [[ομοφωνία]], [[συγκατάθεση]], [[συναίνεση]], [[αποδοχή]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[υποταγή]], [[αποδοχή]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκατάθεσις:''' εως <br /><b class="num">1)</b> [[согласие]], [[одобрение]] ([[ἔπαινος]] καὶ σ. Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[подчинение]], [[уступка]] ([[ὕφεσις]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[совместное существование]] (τίς σ. ναῷ θεοῦ μετὰ εἰδώλων; NT);<br /><b class="num">4)</b> филос. (у стоиков) логическое приятие, признание, утверждение Plut.: ἡ πρὸς μηδέτερον σ. Sext. неприятие ни одного из обоих суждений.
|lstext='''συγκατάθεσις''': , ἐπιδοκιμασία, συναίνεσις, συγκατάνευσις, Πολύβ. 2. 58, 11, κτλ.· - [[συμφωνία]], πρὸς Κορινθ. Δευτ. Ἐπιστ. Ϛ΄, 16. 2) ἐν τῇ στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, ἡ συναίνεσις ἢ συγκατάνευσις τοῦ νοῦ πρὸς τὰς διδασκαλίας αὐτῆς, assensus ἐν Κικ. Αcad. Pr. 2. 47, πρβλ. Πλούτ. 2. 1055F, 1056C, κτλ.· τὸν ὅρον τοῦτον εἰσήγαγεν εἰς τὴν Λατινικὴν ὁ Κικέρων, Πλουτ. Κικ. 40· πρβλ. [[συγκατατίθημι]]. ΙΙ. [[ὑποταγή]], Πλουτ. Ἀντών. 24, Εὐσ. Ἐκκλ. 7. 24. - Συγκαταθέσεως ἐπιρρήματα, [[οἷον]] ναι, [[ναίχι]], Διονύσ. [[Θρᾷξ]] 642, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκατάθεσις -εως, [συγκατατίθημι] overeenstemming, overeenkomst. instemming. Plut. Ant. 24.12.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάθεσις Medium diacritics: συγκατάθεσις Low diacritics: συγκατάθεσις Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: synkatáthesis Transliteration B: synkatathesis Transliteration C: sygkatathesis Beta Code: sugkata/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ, A approval, assent, Plb.2.58.11, Phld.Rh.1.210 S., Andronic.Rhod.p.577 M., OGI 484.32 (Pergam., ii A.D.), etc.; opp. ἀντίφασις, Diog.Oen.18 (pl.); agreement, concord, 2 Ep.Cor.6.16; in legal sense, BGU194.11 (ii A.D.), etc.; flattering assent, Plu.Ant.24. 2 in Stoic philos., assent given by the mind to its perceptions, Zeno Stoic.1.39, al., cf. Plot.1.8.14, etc.; a term introduced into Latin by Cicero, Plu.Cic.40: cf. συγκατατίθημι. 3 Gramm., affirmative, A.D. Conj.226.17, D.T.642.5; αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν σ. ποιοῦσι Sch.S.OT 1053.

German (Pape)

[Seite 964] ἡ, Zustimmung, Beifall; καὶ ἔπαινος συνεξακολουθεῖ τοῖς πράττουσιν, Pol. 2, 58, 11; ἐπαίνου καὶ συγκαταθέσεως τυγχάνειν, 22, 9, 16, u. öfter; S. Emp. oft, wie Plut. de Stoic. repugn. a. E.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 assentiment, approbation ; t. stoïc. accord de l'esprit avec les perceptions;
2 soumission.
Étymologie: σύν, κατατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκατάθεσις -εως, ἡ [συγκατατίθημι] overeenstemming, overeenkomst. instemming. Plut. Ant. 24.12.

Russian (Dvoretsky)

συγκατάθεσις: εως ἡ
1) согласие, одобрение (ἔπαινος καὶ σ. Polyb.);
2) подчинение, уступка (ὕφεσις καὶ σ. Plut.);
3) совместное существование (τίς σ. ναῷ θεοῦ μετὰ εἰδώλων; NT);
4) филос. (у стоиков) логическое приятие, признание, утверждение Plut.: ἡ πρὸς μηδέτερον σ. Sext. неприятие ни одного из обоих суждений.

English (Strong)

from συγκατατίθεμαι; a deposition (of sentiment) in company with, i.e. (figuratively) accord with: agreement.

English (Thayer)

(T WH συνκαταθεσις (cf. σύν, II. at the end)), συγκαταθεσεως, ἡ (συγκατατίθημι, which see), properly, a putting together or joint deposit (of votes); hence, approval, assent, agreement, (Cicero, acad. 2,12, 37 adsensio atque adprobatio): Polybius, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

συγκατάθεσις: ἡ (συγκατατίθημι),
I. επιδοκιμασία, συμφωνία, ομοφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση, αποδοχή, σε Καινή Διαθήκη
II. υποταγή, αποδοχή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάθεσις: ἡ, ἐπιδοκιμασία, συναίνεσις, συγκατάνευσις, Πολύβ. 2. 58, 11, κτλ.· - συμφωνία, πρὸς Κορινθ. Δευτ. Ἐπιστ. Ϛ΄, 16. 2) ἐν τῇ στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, ἡ συναίνεσις ἢ συγκατάνευσις τοῦ νοῦ πρὸς τὰς διδασκαλίας αὐτῆς, assensus ἐν Κικ. Αcad. Pr. 2. 47, πρβλ. Πλούτ. 2. 1055F, 1056C, κτλ.· τὸν ὅρον τοῦτον εἰσήγαγεν εἰς τὴν Λατινικὴν ὁ Κικέρων, Πλουτ. Κικ. 40· πρβλ. συγκατατίθημι. ΙΙ. ὑποταγή, Πλουτ. Ἀντών. 24, Εὐσ. Ἐκκλ. 7. 24. - Συγκαταθέσεως ἐπιρρήματα, οἷον ναι, ναίχι, Διονύσ. Θρᾷξ 642, 5.

Middle Liddell

συγκατάθεσις, εως, συγκατατίθημι
I. approval, agreement, concord, NTest.
II. submission, Plut.

Chinese

原文音譯:sugkat£qesij 尋格-卡他-帖西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-下-安放
字義溯源:同意,贊成,相同;源自(συγκατατίθημι)=附和),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κατατίθημι)=安放)組成,而 (κατατίθημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 相同(1) 林後6:16