κοίλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> creux, cavité ; <i>particul.</i> lit de la mer, d'un fleuve;<br /><b>2</b> tache sur la cornée.<br />'''Étymologie:''' [[κοιλόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> creux, cavité ; <i>particul.</i> lit de la mer, d'un fleuve;<br /><b>2</b> tache sur la cornée.<br />'''Étymologie:''' [[κοιλόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοίλωμα -τος, τό [κοιλόω] holte.
}}
{{elru
|elrutext='''κοίλωμα:''' ατος τό [[впадина]], [[углубление]], [[полость]] Arst., Polyb., Luc., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοίλωμα:''' -ατος, τό, [[κοίλωμα]], [[κοιλότητα]], [[κουφάλα]], [[κούφωμα]], σε Βάβρ. κ.λπ.
|lsmtext='''κοίλωμα:''' -ατος, τό, [[κοίλωμα]], [[κοιλότητα]], [[κουφάλα]], [[κούφωμα]], σε Βάβρ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοίλωμα -τος, τό [κοιλόω] holte.
}}
{{elru
|elrutext='''κοίλωμα:''' ατος τό [[впадина]], [[углубление]], [[полость]] Arst., Polyb., Luc., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοίλωμα]], ατος, τό,<br />a [[hollow]], [[cavity]], Babr., etc.
|mdlsjtxt=[[κοίλωμα]], ατος, τό,<br />a [[hollow]], [[cavity]], Babr., etc.
}}
}}

Revision as of 23:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίλωμα Medium diacritics: κοίλωμα Low diacritics: κοίλωμα Capitals: ΚΟΙΛΩΜΑ
Transliteration A: koílōma Transliteration B: koilōma Transliteration C: koiloma Beta Code: koi/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,
A hollow, cavity, Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κοιλώματα τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U.
2 basin into which rivers discharge, Plb.4.39.2 (pl.), 8; bed of a torrent, Id.4.70.7: generally, of hollow places, low-lying land, LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κοίλωμα ἔμβροχον BGU571.12 (ii A.D.); excavation, PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).
II ulcer on the cornea, Gal.14.773, Aët.7.29.
III Astrol., = ταπείνωμα, Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.).
IV metaph., τὰ κοιλώματα τῆς εὐτυχίας = weak points in... Phld.Vit.p.12 J.

German (Pape)

[Seite 1467] τό, das Ausgehöhlte, die Vertiefung; des Meeres, Pol. 4, 39, 2; des Flußbettes, 4, 70, 7; a. Sp., wie Luc. Amor. 34.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 creux, cavité ; particul. lit de la mer, d'un fleuve;
2 tache sur la cornée.
Étymologie: κοιλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοίλωμα -τος, τό [κοιλόω] holte.

Russian (Dvoretsky)

κοίλωμα: ατος τό впадина, углубление, полость Arst., Polyb., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κοίλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 8, π. Κόσμ. 4, 29, Βάβρ. 86. 1, κτλ.

Greek Monolingual

το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) κοιλώ
1. βαθούλωμα, κούφωμακοίλωμα βράχου»)
2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα
νεοελλ.
(εμβρυολ. -ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται μεταξύ στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων
αρχ.
1. είδος δεξαμενής στην οποία χυνόταν το νερό που πλεόναζε από ποταμό
2. κοίτη χειμάρρου
3. η ανόρυξη, η ανασκαφή
4. (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) έλκος, τραύμα, πληγή
5. αστρολ. η απόκλιση αστέρα, το ταπείνωμα
6. μτφ. το τρωτό σημείο.

Greek Monotonic

κοίλωμα: -ατος, τό, κοίλωμα, κοιλότητα, κουφάλα, κούφωμα, σε Βάβρ. κ.λπ.

Middle Liddell

κοίλωμα, ατος, τό,
a hollow, cavity, Babr., etc.