βληχάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>ao.</i> ἐβληχησάμην;<br /><b>1</b> bêler;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pousser des vagissements.<br />'''Étymologie:''' [[βληχή]].
|btext=-ῶμαι;<br /><i>ao.</i> ἐβληχησάμην;<br /><b>1</b> bêler;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pousser des vagissements.<br />'''Étymologie:''' [[βληχή]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βληχάομαι]] [[βληχή]] poët., blaten:; προβατίων βληχομένων van blatende schapen Aristoph. Pax 535; ook van kinderen. Aristoph. Ve. 570.
}}
{{elru
|elrutext='''βληχάομαι:''' (aor. ἐβληχησάμην)<br /><b class="num">1)</b> [[блеять]] Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[визжать]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βληχάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐβληχησάμην</i>, αποθ., [[βελάζω]], [[γογγύζω]], λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.
|lsmtext='''βληχάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐβληχησάμην</i>, αποθ., [[βελάζω]], [[γογγύζω]], λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βληχάομαι:''' (aor. ἐβληχησάμην)<br /><b class="num">1)</b> [[блеять]] Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[визжать]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[βληχή]]<br />Dep. to [[bleat]], of [[sheep]] and goats, Ar.; of infants, Ar.
|mdlsjtxt=[From [[βληχή]]<br />Dep. to [[bleat]], of [[sheep]] and goats, Ar.; of infants, Ar.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βληχάομαι]] [[βληχή]] poët., blaten:; προβατίων βληχομένων van blatende schapen Aristoph. Pax 535; ook van kinderen. Aristoph. Ve. 570.
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχάομαι Medium diacritics: βληχάομαι Low diacritics: βληχάομαι Capitals: ΒΛΗΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: blēcháomai Transliteration B: blēchaomai Transliteration C: vlichaomai Beta Code: blhxa/omai

English (LSJ)

aor. ἐβληχησάμην AP 7.657 (Leon.), Longus 3.13:—bleat, of sheep and goats, προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.387.5; βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε… μέλη Id.Pl.293; of infants, τὰ δὲ συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται Id.V. 570: metaph. of men, c. acc. cogn., πάταγον Porph.Chr.35; βληχοῖντο (as if from βληχέομαι) is v.l. for βληχῷντο in Theoc.16.92.

Spanish (DGE)

balar προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.402.5, cf. Men.Her.73, μήλων χιλιάδες ... βληχῷντο Theoc.16.92, οἶες AP 7.657 (Leon.), ποίμνιον Longus 3.13.1, cf. 1.32.3, τὰ θρέμματα Hierocl.Facet.47, πρόβατον Ast.Am.Hom.5.8.3
fig. de los miembros del coro imitando anim., Ar.Pl.293
tb. en sent. irón. c. ac. int. βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ... τὸν ἔξηχον πάταγον balar y graznar la horrísona algarabía de hombres y anim. tras la resurrección, Porph.Chr.35.
• Etimología: v. βληχή.

German (Pape)

[Seite 449] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ao. ἐβληχησάμην;
1 bêler;
2 p. ext. pousser des vagissements.
Étymologie: βληχή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βληχάομαι βληχή poët., blaten:; προβατίων βληχομένων van blatende schapen Aristoph. Pax 535; ook van kinderen. Aristoph. Ve. 570.

Russian (Dvoretsky)

βληχάομαι: (aor. ἐβληχησάμην)
1) блеять Arph., Anth.;
2) визжать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βληχάομαι: ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … μέλη ὁ αὐτ. Πλ. 293· - ὡσαύτως ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. βληχή, βληχάς, Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ λέξις εἶναι ἀπομίμησις τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, ὅπως τὸ μηκάομαι, συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, μυκάομαι ἐπὶ ταύρων, βρυχάομαι ἐπὶ λεόντων, κτλ.).

Greek Monotonic

βληχάομαι: αόρ. αʹ ἐβληχησάμην, αποθ., βελάζω, γογγύζω, λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.

Middle Liddell

[From βληχή
Dep. to bleat, of sheep and goats, Ar.; of infants, Ar.