δύσθεος: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />impie.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θεός]]. | |btext=ος, ον :<br />impie.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θεός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσθεος:''' [[ненавистный богам]], [[нечестивый]] ([[Ἀτρεύς]] Aesch.): δύσθεον [[μίσημα]] Soph. нечестивец. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσθεος:''' -ον, [[άθεος]], [[ασεβής]], [[αθεόφοβος]], [[βλάσφημος]], σε Αισχύλ.· [[μισητός]] στους θεούς, [[θεομίσητος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''δύσθεος:''' -ον, [[άθεος]], [[ασεβής]], [[αθεόφοβος]], [[βλάσφημος]], σε Αισχύλ.· [[μισητός]] στους θεούς, [[θεομίσητος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A godless, ungodly. A.Ag.1590, Ch.46 (lyr.); ὦ δ. μίσημα S.El.289. 2 miserable, wretched, μισθὸς εὐσεβίης AJA17.170 (Cyrene, written δύσθιον).
Spanish (DGE)
-ον
impío πατήρ A.A.1590, γυνά A.Ch.46, 525, ἐκβολαί A.Supp.422, φρόνημα A.Ch.191, μίσημα S.El.289.
German (Pape)
[Seite 681] gottlos, Aesch. Ch. 46 u. öfter; gottverhaßt, μίσημα, Soph. El. 281.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impie.
Étymologie: δυσ-, θεός.
Russian (Dvoretsky)
δύσθεος: ненавистный богам, нечестивый (Ἀτρεύς Aesch.): δύσθεον μίσημα Soph. нечестивец.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθεος: -ον, ὡς τὸ ἄθεος, ἄνευ θεοῦ, ἀσεβής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, Χο. 46, κτλ.· δ. μίσημα, πρᾶγμα μισητὸν εἰς τοὺς θεούς, Σοφ. Ἠλ. 289.
Greek Monolingual
δύσθεος, -ον (Α)
1. ασεβής, άθεος
2. άθλιος, ευτελής, τιποτένιος.
Greek Monotonic
δύσθεος: -ον, άθεος, ασεβής, αθεόφοβος, βλάσφημος, σε Αισχύλ.· μισητός στους θεούς, θεομίσητος, σε Σοφ.
Middle Liddell
δύσ-θεος, ον
godless, ungodly, Aesch.; hateful to the gods, Soph.