εὐαής: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />au souffle favorable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄημι]]. | |btext=ής, ές :<br />au souffle favorable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐᾱής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[хорошо обвеваемый]], [[открытый для ветров]] (χώρος Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[попутный]], [[благоприятный]] (πνεύμα Her.; ἀνέμων πνοαί Eur.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[тиховейный]], [[навевающий покой]], [[сладостный]] ([[ὕπνος]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ευάερος]], [[φρέσκος]], [[δροσερός]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., λέγεται για άνεμο, αυτός που φυσά ευνοϊκά, [[αίσιος]], [[ούριος]], σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., [[ευνοϊκός]], σε Σοφ. | |lsmtext='''εὐᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ευάερος]], [[φρέσκος]], [[δροσερός]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., λέγεται για άνεμο, αυτός που φυσά ευνοϊκά, [[αίσιος]], [[ούριος]], σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., [[ευνοϊκός]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-ᾱής, ές [[ἄημι]]<br /><b class="num">I.</b> well ventilated, [[fresh]], [[airy]], Hes.<br /><b class="num">II.</b> act., of a [[wind]], [[favourably]] blowing, [[fair]], Hdt., Eur.: —metaph. [[favourable]], Soph. | |mdlsjtxt=εὐ-ᾱής, ές [[ἄημι]]<br /><b class="num">I.</b> well ventilated, [[fresh]], [[airy]], Hes.<br /><b class="num">II.</b> act., of a [[wind]], [[favourably]] blowing, [[fair]], Hdt., Eur.: —metaph. [[favourable]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, (ἄημι) A well ventilated, fresh, airy, χώρῳ ἐν εὐαεῖ Hes.Op. 599 (εὐᾰέϊ codd., Rzach). II Act., of a wind, favourably blowing, fair, opp. δυσαής, Hdt.2.117, E.Hel.1504 (lyr.); ἀνέμων εὐαέσσιν ῥοθίοις prob. in E.Fr.773.36 (lyr.): metaph., favourable, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις [with ᾰ] S.Ph.828 (lyr., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1055] ές, gut durchweht, χῶρος Hes. O. 599; – günstig wehend, ἀνέμων πνοαί Eur. Hel. 1020; πνεῦμα Her. 2, 117; übertr., übh. günstig, ὕπνε, εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις Soph. Phil. 817.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au souffle favorable.
Étymologie: εὖ, ἄημι.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾱής:
1) хорошо обвеваемый, открытый для ветров (χώρος Hes.);
2) попутный, благоприятный (πνεύμα Her.; ἀνέμων πνοαί Eur.);
3) перен. тиховейный, навевающий покой, сладостный (ὕπνος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾱής: -ές, (ἄημι) εὐάερος, δροσερός, χώρῳ ἐν εὐαέϊ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597· νάπη Ποιητ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 445D. II. ἐνεργ., ἐπὶ ἀνέμου, ὁ εὐνοϊκῶς πνέων, οὔριος, ἀντίθετον τῷ δυσαής, Ἡρόδ. 2. 117, Εὐρ. Ἑλ. 1504: -μεταφ., εὐνοϊκός, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις μετὰ ᾰ, Σοφ. Φιλ. 828.
Greek Monolingual
εὐαής, -ές (Α)
1. ευάερος, δροσερός
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος
3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσαής, υπεραής. Το μακρό ᾱ οφείλεται ή σε λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
εὐᾱής: -ές (ἄημι),·
I. ευάερος, φρέσκος, δροσερός, σε Ησίοδ.
II. Ενεργ., λέγεται για άνεμο, αυτός που φυσά ευνοϊκά, αίσιος, ούριος, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., ευνοϊκός, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὐ-ᾱής, ές ἄημι
I. well ventilated, fresh, airy, Hes.
II. act., of a wind, favourably blowing, fair, Hdt., Eur.: —metaph. favourable, Soph.