τάφρος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />fosse, fossé.<br />'''Étymologie:''' [[θάπτω]].
|btext=ου (ἡ) :<br />fosse, fossé.<br />'''Étymologie:''' [[θάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τάφρος:''' ἡ [[ров]] (τάφρον ὀρύσσειν Hom. etc.; τάφρον διαπηδᾶν Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάφρος:''' ἡ ([[θάπτω]]), [[χαντάκι]], όρυγμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τάφρον ὀρύσσειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>τάφρον ἐλαύνειν</i>, [[ανοίγω]] [[χαράκωμα]], [[σκάβω]] τάφρο, στο ίδ.
|lsmtext='''τάφρος:''' ἡ ([[θάπτω]]), [[χαντάκι]], όρυγμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τάφρον ὀρύσσειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>τάφρον ἐλαύνειν</i>, [[ανοίγω]] [[χαράκωμα]], [[σκάβω]] τάφρο, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τάφρος:''' ἡ [[ров]] (τάφρον ὀρύσσειν Hom. etc.; τάφρον διαπηδᾶν Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάφρος Medium diacritics: τάφρος Low diacritics: τάφρος Capitals: ΤΑΦΡΟΣ
Transliteration A: táphros Transliteration B: taphros Transliteration C: tafros Beta Code: ta/fros

English (LSJ)

ἡ, ditch, trench, freq. in Il. (once in Od., 21.120); τάφρον ὀρύξομεν Il.7.341, cf. IG12.94.21,34, Th.2.78, al.; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν drew a trench, Il.7.449, cf. Hdt.4.3, Alcid.Od.5, etc.; τάφρων ὕπερ over the trenches, S.Aj.1279, cf. Aen.Tact.37.3, al., OGI90.24 (Rosetta, ii B.C.); irrigation-ditch, PHal.1.97, al., PSI6.597.5 (both iii B.C.): it is sometimes found as masc. in codd., e.g. Ph.Bel. 99.43 (cod. V), D.S.22.10.5; but βαθύν is Ep. for βαθεῖαν in Call.Del. 37: Dor. τράφος Tab.Heracl.1.130, 2.51.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, der Graben, Hom. u. Folgde; τάφρον ὀρύσσειν, Il. 7, 341. 440; τάφρον ἤλασαν, 449. 9, 349; Soph. Ai. 1258; Eur. oft, auch τύμβου τάφρον ἐς κοίλην, Hec. 900; διαπηδᾶν τάφρον, Ar. Ach. 1141; u. in Prosa, Plat. Euthyphr. 4 c Critia. 118 c, u. Folgde überall; – Callim. soll das Wort auch als masc. gebraucht haben, wie es auch Alcidam. u. Apollod. 1, 8, 1 hat. – Es hängt mit θάπτω, τάφος, wie im Deutschen Grab u. Graben zusammen.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
fosse, fossé.
Étymologie: θάπτω.

Russian (Dvoretsky)

τάφρος:ров (τάφρον ὀρύσσειν Hom. etc.; τάφρον διαπηδᾶν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τάφρος: ἡ, (ἴδε θάπτω), ὡς καὶ νῦν, χάνδαξ, ὄρυγμα, κοινῶς «χανδάκι», συχν. παρ’ Ὁμήρ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· τάφρον ὀρύσσειν Ἰλ. Η. 341, κτλ.· τ. ἐλαύνειν, ὀρύσσειν τάφρον εἰς μῆκος, αὐτόθι 450· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 3, καὶ τοῖς Ἀττ.· τάφρων ὕπερ, ὑπεράνω τῶν τάφρων, Σοφ. Αἴ. 1279· - τινὲς ἐκ τῶν λίαν μεταγενεστέρων συγγραφέων ἔχουσι τὴν λέξιν ὡς ἀρσ. γένους καὶ οὕτως εὑρίσκεται ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀλκιδάμ. 184. 28· ἀλλὰ παρὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. 37, βαθύν ἥλαο τάφρον, τὸ βαθὺν κεῖται Ἐπικῶς ἀντὶ βαθεῖαν, ὡς γίνεται συχνάκις ἐπὶ τοιούτων λέξεων. Ὁ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι τύπος τράφος ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναι (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130., 5775. 51).

English (Autenrieth)

(θάπτω): ditch, trench.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τράφος, ὁ, Ν, και τράφος, ἡ, ΜΑ
όρυγμα, χαντάκι, το οποίο παλαιότερα περιέβαλλε για λόγους αμυντικούς τα κάστρα και τα οχυρά (α. «άνοιξαν γύρω γύρω μεγάλες τάφρους» β. «βαθεῖαν ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τεκτονική τάφρος»
γεωλ. βλ. τεκτονικός
β) «ωκεάνια τάφρος»
(γεωλ.-ωκεαν.) κάθε επίμηκες, στενό και με απότομες πλευρές, βύθισμα του ωκεάνιου βυθού, στο οποίο υπάρχουν τα μεγαλύτερα ωκεάνια βάθη
αρχ.
1. αρδευτικό αυλάκι
2. φρ. «τάφρον ἐλαύνω» — σκάβω τάφρο κατά μήκος (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τάφρος < θ. ταφ- του θάπ-τω + κατάλ. θηλ. -ος (πρβλ. νῆ-σος) και ένθημα -ρ-, που, κατά μία άποψη, μπορεί να ανήκει στο θ. (βλ. και λ. θάπτω). Ο τ. τράφος () < τάφρος, με μετάθεση του -ρ-, ενώ ο νεοελλ. τ. τράφος () < αρχ. τράφος () με αναλογική αλλαγή γένους κατά τα σημασιολογικώς συγγενή λάκκος, βόθρος.

Greek Monotonic

τάφρος: ἡ (θάπτω), χαντάκι, όρυγμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· τάφρον ὀρύσσειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τάφρον ἐλαύνειν, ανοίγω χαράκωμα, σκάβω τάφρο, στο ίδ.

Middle Liddell

τάφρος, ἡ, θάπτω
a ditch, trench, Hom., etc.; τάφρον ὀρύσσειν Il., etc.; τ. ἐλαύνειν to draw a trench, Il.

English (Woodhouse)

ditch

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)