ἀναχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=reculer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναχάζομαι reculer : ἐπὶ πόδα XÉN pas à pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χάζω]].
|btext=reculer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναχάζομαι reculer : ἐπὶ πόδα XÉN pas à pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχάζω:''' поэт. [[ἀγχάζω]]<br /><b class="num">1)</b> [[отражать]], [[оттеснять]] (τινά Pind.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. отступать, отходить ([[ὀπίσσω]] Hom.; ἄψ Hes.): ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι Xen. отступать лицом к противнику.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχάζω:'''<b class="num">I.</b> κάνω να υποχωρήσει [[κάτι]], [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]] προς τα [[πίσω]], μόνο γʹ πληθ. ποιητ. αορ. αʹ <i>ἀνέχασσαν</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀναχάζομαι</i>, Επικ. αορ. αʹ <i>ἀνεχασσάμην</i>· [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]], σε Όμηρ.· ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι, [[υποχωρώ]] με [[αργό]] ρυθμό, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. (Ο [[οποίος]] επίσης χρησιμοποιεί Ενεργ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]).
|lsmtext='''ἀναχάζω:'''<b class="num">I.</b> κάνω να υποχωρήσει [[κάτι]], [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]] προς τα [[πίσω]], μόνο γʹ πληθ. ποιητ. αορ. αʹ <i>ἀνέχασσαν</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀναχάζομαι</i>, Επικ. αορ. αʹ <i>ἀνεχασσάμην</i>· [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]], σε Όμηρ.· ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι, [[υποχωρώ]] με [[αργό]] ρυθμό, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. (Ο [[οποίος]] επίσης χρησιμοποιεί Ενεργ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχάζω:''' поэт. [[ἀγχάζω]]<br /><b class="num">1)</b> [[отражать]], [[оттеснять]] (τινά Pind.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. отступать, отходить ([[ὀπίσσω]] Hom.; ἄψ Hes.): ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι Xen. отступать лицом к противнику.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to make to [[recoil]], [[force]] [[back]], only 3rd pl. poet. aor1 ἀνέχασσαν, Pind.<br /><b class="num">II.</b> Mid: to [[draw]] [[back]], [[retire]], Hom.; ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι to [[retire]] [[slowly]], of soldiers, Xen. (who also uses Act. in [[same]] [[sense]]).
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to make to [[recoil]], [[force]] [[back]], only 3rd pl. poet. aor1 ἀνέχασσαν, Pind.<br /><b class="num">II.</b> Mid: to [[draw]] [[back]], [[retire]], Hom.; ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι to [[retire]] [[slowly]], of soldiers, Xen. (who also uses Act. in [[same]] [[sense]]).
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχάζω Medium diacritics: ἀναχάζω Low diacritics: αναχάζω Capitals: ΑΝΑΧΑΖΩ
Transliteration A: anacházō Transliteration B: anachazō Transliteration C: anachazo Beta Code: a)naxa/zw

English (LSJ)

A make to recoil, force back, found only in poet. aor. 1, οὐδ' ἀνέχασσαν prob. in Pi.N.10.69. II mostly as Pass., ἀναχάζομαι, Ep. aor. ἀνεχασσάμην:—draw back, freq. in Il. of warriors, ἀλλ’ ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο 7.264, cf. 15.728, 16.819, 17.47, etc.; ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν giving way to the wave, Od.7.280: c. gen., ἀ. ἠπείροιο draw back from .., A.R.4.1241; ἐπὶ πόδα ἀναχάζεσθαι = retire slowly, of soldiers, X.Cyr.7.1.34:—Act. in sense of Pass., Id.An.4.1.16.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀγχ- S.Fr.973
1 hacer retirarse, echar atrás ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ' ἀνέχασσαν Pi.N.10.69, cf. S.l.c.
2 en v. med. retirarse de la batalla ἀλλ' ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο Il.7.264, cf. 15.728, ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν Od.7.280, cf. Hes.Sc.336, ἐπὶ πόδα ἀναχάζεσθαι X.Cyr.7.1.34
c. gen. ἠπείροιο A.R.4.1241, χάρμης Nonn.D.48.88
tb. en v. act. mism. sent. X.An.4.1.16.

German (Pape)

[Seite 214] (s. χάζω), zurückdrängen, ἀνέχασσεν Pind. N. 10, 69; zurückweichen, Xen. An. 4, 1, 16; sonst nur im med., schon bei Hom., im Kampfe zurückweichen, Il. 15, 728; ὀπίσσω ἀν., 16, 710; ἂψ ἀν., Hes. Sc. 336; übh. zurücktreten, umkehren, Od. 7, 280. 11, 97; in Prosa, ἐπὶ πόδα ἀνεχάζοντο Xen. Cyr. 7, 1, 34; An. 4, 7, 10.

French (Bailly abrégé)

reculer;
Moy. ἀναχάζομαι reculer : ἐπὶ πόδα XÉN pas à pas.
Étymologie: ἀνά, χάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχάζω: поэт. ἀγχάζω
1) отражать, оттеснять (τινά Pind.);
2) преимущ. med. отступать, отходить (ὀπίσσω Hom.; ἄψ Hes.): ἐπὶ πόδα ἀναχάζεσθαι Xen. отступать лицом к противнику.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχάζω: κάμνω τινὰ νὰ ὑποχωρήσῃ, εὕρηται μόνον ἐν τῷ ποιητ. ἀορ. α΄, οὐδ’ ἀνέχασαν (κοιν. ἐνέσχασαν) «οὐδ’ ὑποχωρῆσαι πεποιήκασιν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 10. 129. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολύ μέσον, ἀναχάζομαι, Ἐπ. ἀόρ. ἀνεχασσάμην: - ὀπισθοχωρῶ, ὑποχωρῶ, συχν. ἐν Ἰλ., ἐπὶ πολεμιστῶν, ἀλλ’ ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο ΙΙ. 264· ἀλλ’ ἀνεχάζετο τυτθὸν Ο. 728· ἄψ ἀναχαζόμενον Π. 819, πρβλ. Ρ. 47, κτλ., ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν, ἀφεὶς ἐμαυτὸν εἰς τὸ κῦμα, «ὑποκαταβὰς ἔνηχον» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 280· -μετὰ γεν., ἀναχάζεται ἠπείροιο, ἀποσύρεται ἀπὸ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1241· ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Ξεν., οὐκ ἐδύναντο ἀντέχειν, ἀλλ’ ἐπὶ πόδα ἀνεχάζοντο, βραδέως ὑπεχώρουν χωρὶς νὰ στραφῶσιν, ἀλλὰ βλέποντες πρὸς τὸν ἐχθρόν, ἐπὶ μαχομένων στρατιωτῶν, Κύρ. 7. 1, 34· ἐν δὲ τῇ Ἀναβάσει (4. 1, 16) ὑπάρχει τὸ ἐνεργ. μετὰ παθ. σημασίας: ἐπιδιώκοντες καὶ πάλιν ἀναχάζοντες, ὀπισθοχωροῦντες.

English (Slater)

ἀναχάζω force back ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν (Wakefield: ἀνέχασαν, ἀνέσχασαν codd.) (N. 10.69)

Greek Monolingual

ἀναχάζω (Α) χάζω
1. κάνω κάποιον να υποχωρήσει
2. μέσ. υποχωρώ, οπισθοχωρώ.

Greek Monotonic

ἀναχάζω:I. κάνω να υποχωρήσει κάτι, σπρώχνω με δύναμη προς τα πίσω, μόνο γʹ πληθ. ποιητ. αορ. αʹ ἀνέχασσαν, σε Πίνδ.
II. Μέσ., ἀναχάζομαι, Επικ. αορ. αʹ ἀνεχασσάμην· οπισθοχωρώ, υποχωρώ, σε Όμηρ.· ἐπὶ πόδα ἀναχάζεσθαι, υποχωρώ με αργό ρυθμό, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. (Ο οποίος επίσης χρησιμοποιεί Ενεργ. με την ίδια σημασία).

Middle Liddell


I. to make to recoil, force back, only 3rd pl. poet. aor1 ἀνέχασσαν, Pind.
II. Mid: to draw back, retire, Hom.; ἐπὶ πόδα ἀναχάζεσθαι to retire slowly, of soldiers, Xen. (who also uses Act. in same sense).