ἀφλοισμός: Difference between revisions

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écume autour de la bouche d'un homme furieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Φλυ couler.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écume autour de la bouche d'un homme furieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Φλυ couler.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφλοισμός:''' ὁ [[пена]] (περὶ [[στόμα]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφλοισμός:''' ὁ, λέγεται για οργισμένο άνθρωπο, [[τραύλισμα]] ή πιθ. άφρισμα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀφλοισμός:''' ὁ, λέγεται για οργισμένο άνθρωπο, [[τραύλισμα]] ή πιθ. άφρισμα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφλοισμός:''' ὁ [[пена]] (περὶ [[στόμα]] Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφλοισμός Medium diacritics: ἀφλοισμός Low diacritics: αφλοισμός Capitals: ΑΦΛΟΙΣΜΟΣ
Transliteration A: aphloismós Transliteration B: aphloismos Transliteration C: afloismos Beta Code: a)floismo/s

English (LSJ)

ὁ, foaming at the mouth, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, of an angry man, Il.15.607, cf. Euph.51.4. (Cf. πεφλοιδέναι, ἔφλιδεν, Hsch.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Morfología: [gen. -οῖο Orph.L.481]
1 espuma, espumarajos de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο Il.15.607.
2 acción de echar espuma ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.
• Etimología: N. de acción en -σμός, c. vocalismo o y rel. c. φλιδάω q.u.

German (Pape)

[Seite 413] ὁ, Il. 15, 607 περὶ στόμα γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit φλοῖσβος zusammen, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écume autour de la bouche d'un homme furieux.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Φλυ couler.

Russian (Dvoretsky)

ἀφλοισμός:пена (περὶ στόμα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφλοισμός: ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = φλοῖσβος, πάφλασμα, τὸ φύρδην τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «ἀφλοισμός· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). Κατὰ τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ ἀφρίζω, ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ φλέω, φλοισμὸς καὶ ἀφλοισμός, ἔτι δὲ ψόφος ποιός, ἤ ἀφρός». Πρβλ. τὸ ῥῆμα φλέω.

English (Autenrieth)

foam, froth, Il. 15.607†.

Greek Monolingual

ἀφλοισμός, ο (Α)
οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας λέξη σε -σμός, το θέμα της οποίας (φλοιδ-) αποτελεί την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας bhl-ei-d- (παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής ρίζας bhlei- «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω»)
πρβλ. επίσης τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «έφλιδεν
διέρρεεν», «διαπέφλοιδεν
διακέχυται», «πεφλοιδέναι
φλυκταινούσθαι» (πρβλ. και λ. φλιδώ). Το αρκτικό α- του αφλοισμός ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) στοιχείο, αν δεν οφείλεται σε αναλογική επίδραση του τ. αφρός].

Greek Monotonic

ἀφλοισμός: ὁ, λέγεται για οργισμένο άνθρωπο, τραύλισμα ή πιθ. άφρισμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: foaming at the mouth (Ο 607).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Possibly verbal noun in -σμός to ἔφλιδεν διέρρεεν; διαπέφλοιδεν διακέχυται; πεφλοιδέναι φλυκταινοῦσθαι H. etc., s. φλιδάω. With ἀ- copulative? Or after ἀφρός?

Middle Liddell


of an angry man, spluttering or perhaps foaming, Il.

Frisk Etymology German

ἀφλοισμός: {aphloismós}
Grammar: m.
Meaning: Schaum, Geifer (Ο 607).
Etymology: Verbalnomen auf -σμός zu ἔφλιδεν· διέρρεεν, διαπέφλοιδεν· διακέχυται, πεφλοιδέναι· φλυκταινοῦσθαι H. usw., s. φλιδάω. Anlaut. ἀ- ist als copulativ (intensiv) zu erklären, sofern man nicht vorzieht, Kontamination mit dem synonymen ἀφρός anzunehmen.
Page 1,196