ἐπαφρόδιτος: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui inspire l'amour, aimable, charmant;<br /><b>2</b> <i>traduct. du lat.</i> Felix <i>surn. de Sylla</i> ; favori de la Fortune, <i>càd</i> de Vénus <i>au jeu de dés</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[Ἀφροδίτη]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui inspire l'amour, aimable, charmant;<br /><b>2</b> <i>traduct. du lat.</i> Felix <i>surn. de Sylla</i> ; favori de la Fortune, <i>càd</i> de Vénus <i>au jeu de dés</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[Ἀφροδίτη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαφρόδῑτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[внушающий любовь]], [[милый]], [[прелестный]] ([[Ῥοδῶπις]] Her.; ἔπη καὶ ἔργα Xen.; [[ἄνθρωπος]] Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> любимый Афродитой, т. е. счастливый (соотв. лат. [[Felix]] - прозвище, принятое Суллой) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαφρόδῑτος:''' -ον ([[Ἀφροδίτη]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κομψός]], [[γοητευτικός]], Λατ. [[venustus]], λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμ. ως [[μετάφραση]] του επιθ. του Σύλλα [[Felix]], ο [[ευνοούμενος]], ο [[αγαπημένος]], ο προστατευόμενος της Αφροδίτης, δηλ. ο [[ευνοούμενος]] της τύχης, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπαφρόδῑτος:''' -ον ([[Ἀφροδίτη]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κομψός]], [[γοητευτικός]], Λατ. [[venustus]], λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμ. ως [[μετάφραση]] του επιθ. του Σύλλα [[Felix]], ο [[ευνοούμενος]], ο [[αγαπημένος]], ο προστατευόμενος της Αφροδίτης, δηλ. ο [[ευνοούμενος]] της τύχης, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (Ἀφροδίτη) A lovely, fascinating, charming, of persons, Hdt.2.135, Aeschin.2.42; of things, ἔπη καὶ ἔργα X.Smp.8.15 (Comp., codd.); ποίησις Isoc.10.65: Sup. -ότατος X.Hier.1.35. Adv. -τως, γράφειν D.H.Lys.11, cf. Alciphr.2.1, Philostr. VA6.3. II used to translate Sulla's epithet Felix, favoured by Venus, i.e. fortune's favourite (metaph. from the dice), Plu.Sull.34, App.BC1.97. III gracious, ἡγεμονία PRyl.77.36 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 907] liebreizend, liebenswürdig, anmuthig; von einer Frau, Her. 2, 135; ἄνθρωπ ος ἡδὺς καὶ ἐπ. Aesch. 2, 42; φιλία ἐπαφροδιτοτέρα Xen. Conv. 8, 15; Sulla nannte sich griechisch ἐπαφρόδιτος, felix, von der Aphrodite begünstigt, Plut. Sull. 34; App. B. C. 1, 97. – Adv., γράφειν ἡδέως καὶ ἐπαφροδίτως D. Hal. Lys. 11; ὑποδέχεσθαι τινα Alciphr. 2, 1; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui inspire l'amour, aimable, charmant;
2 traduct. du lat. Felix surn. de Sylla ; favori de la Fortune, càd de Vénus au jeu de dés.
Étymologie: ἐπί, Ἀφροδίτη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαφρόδῑτος:
1) внушающий любовь, милый, прелестный (Ῥοδῶπις Her.; ἔπη καὶ ἔργα Xen.; ἄνθρωπος Aeschin.);
2) любимый Афродитой, т. е. счастливый (соотв. лат. Felix - прозвище, принятое Суллой) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαφρόδῑτος: -ον, (Ἀφροδίτη) θελκτικός, ἐπίχαρις, κομψός, Λατ. venustus, ἐπὶ προσ., Ἡρόδ. 2. 135, Αἰσχίν. 33. 35· ἐπὶ πραγμ., Ξεν. Συμπ. 8, 15, Ἰσοκρ. 219A· ὑπερθ. -ότατος ὁ αὐτὸς ἐν Ἱέρωνι 1. 35: - Ἐπίρρ. ἐπαφροδίτως, γράφειν ἡδέως καὶ κεχαρισμένως καὶ ἐπαφροδίτως Διον. Ἁλ. π. Λυσίου 11, σ. 477. 8. II. ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ ἐπιθέτου τοῦ Σύλλα Felix, εὐνοούμενος ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης, ὅ ἐ. ὁ εὐνοούμενος τῆς τύχης (μεταφ. ἐκ τοῦ παιγνιδίου τῶν κύβων), Πλουτ. Σύλλ. 34, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 97. III. ὡς κύριον ὄνομα ἐνίοτε συναιρεῖται εἰς τὸ Ἐπαφρᾶς, ᾶ, ἴδε Βεντλέϋον ἐν Ἐπιστολῇ πρὸς Mill. σ. 82 (347).
Greek Monolingual
-η, -ο ἐπαφρόδιτος, -ον (Α) Αφροδίτη
1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ευνοήθηκε από την Αφροδίτη, γοητευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος, κομψός («οὕτως ἡδὺν οὐδ' ἐπαφρόδιτον ἄνθρωπον ἑωρακώς εἴη», Αισχίν.)
2. (για ενέργεια ή κατάσταση) φιλάνθρωπος, ευνοϊκός
3. (ως επίθ. του Σύλλα κατά μετφρ. του Felix)
ευνοημένος από την Αφροδίτη, ευτυχής («ἑαυτὸν Ἐπαφρόδιτον ἀνηγόρευε», Πλούτ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαφρόδιτον
η χάρη, η ομορφιά, η γοητεία.
επίρρ...
ἐπαφροδίτως
με χάρη, με γλυκύτητα, χαριτωμένα.
Greek Monotonic
ἐπαφρόδῑτος: -ον (Ἀφροδίτη),
I. κομψός, γοητευτικός, Λατ. venustus, λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. χρησιμ. ως μετάφραση του επιθ. του Σύλλα Felix, ο ευνοούμενος, ο αγαπημένος, ο προστατευόμενος της Αφροδίτης, δηλ. ο ευνοούμενος της τύχης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπ-αφρόδῑτος, ον Ἀφροδίτη
I. lovely, charming, Lat. venustus, of persons, Hdt., etc.
II. used to translate Sulla's epithet Felix, favoured by Venus, i. e. fortune's favourite, Plut.