ἠχέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sonore ; <i>abs.</i> ὁ [[ἀχέτας]] <i>dor.</i> « l'insecte sonore », la cigale.<br />'''Étymologie:''' [[ἠχέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀκανθίας]], [[βάβαξ]], [[λακέτας]], [[τέττιξ]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sonore ; <i>abs.</i> ὁ [[ἀχέτας]] <i>dor.</i> « l'insecte sonore », la cigale.<br />'''Étymologie:''' [[ἠχέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀκανθίας]], [[βάβαξ]], [[λακέτας]], [[τέττιξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠχέτης:''' ου, дор. ἀχέτᾱς (ᾱχ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[громко поющий]] ([[Λίνος]] Pind.; [[κύκνος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[певучий]], [[звонкий]] ([[δόναξ]] Aesch.).<br />дор. ἀχέτᾱς ὁ кузнечик Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠχέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], <i>ἀχέτᾰ</i> ([[ἠχέω]]), αυτός που ακούγεται [[καθαρά]], [[εύηχος]], [[οξύφωνος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το [[τζιτζίκι]], το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., [[ἀχέτας]], <i>ὁ</i>, το [[αρσενικό]] [[τζιτζίκι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἠχέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. [[ἀχέτας]], <i>ἀχέτᾰ</i> ([[ἠχέω]]), αυτός που ακούγεται [[καθαρά]], [[εύηχος]], [[οξύφωνος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το [[τζιτζίκι]], το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., [[ἀχέτας]], <i>ὁ</i>, το [[αρσενικό]] [[τζιτζίκι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠχέτης:''' ου, дор. ἀχέτᾱς (ᾱχ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[громко поющий]] ([[Λίνος]] Pind.; [[κύκνος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[певучий]], [[звонкий]] ([[δόναξ]] Aesch.).<br />дор. ἀχέτᾱς ὁ кузнечик Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχέτης Medium diacritics: ἠχέτης Low diacritics: ηχέτης Capitals: ΗΧΕΤΗΣ
Transliteration A: ēchétēs Transliteration B: ēchetēs Transliteration C: ichetis Beta Code: h)xe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Ep. ἠχέτα, Dor. ἀχέτας, ἀχέτα, (ἠχέω) clear-sounding, musical, shrill, δόναξ ἀχέτας A.Pr.575 (lyr.); κύκνος E.El.151 (lyr.); epithet of the cicada, chirping, ἠχέτα τέττιξ Hes.Op.582, AP 7.201 (Pamphil.); ἀχέτατ. ib.213 (Arch.): abs., ἀχέτας, ὁ, the chirper, i.e. the male cicada, Anan.5.6, Ar.Pax1159 (lyr.), Av.1095 (lyr.), cf. Arist.HA532b16,556a20: Orph.A.1250 has Ep.acc. ἠχέτα πορθμόν the sounding strait.

German (Pape)

[Seite 1180] ὁ, laut, hell tönend, nur in der Form ἀχέτας, s. oben.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
sonore ; abs.ἀχέτας dor. « l'insecte sonore », la cigale.
Étymologie: ἠχέω.
Syn. ἀκανθίας, βάβαξ, λακέτας, τέττιξ.

Russian (Dvoretsky)

ἠχέτης: ου, дор. ἀχέτᾱς (ᾱχ) adj. m
1) громко поющий (Λίνος Pind.; κύκνος Eur.);
2) певучий, звонкий (δόναξ Aesch.).
дор. ἀχέτᾱς ὁ кузнечик Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχέτης: -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. ἀχέτας, ἀχέτᾰ (ἠχέω)· - καθαρῶς ἠχῶν, εὔηχος, ὀξύφωνος, Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· δόναξ ἀχέτας Αἰσχύλ. Πρ. 575· κύκνος Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα τέττιξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. αὐτόθι 213· καὶ ἀπολ., ἀχέτας, ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην τέττιξ, Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν.

Greek Monolingual

ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)
1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός
2. καλλίφωνος, οξύφωνος
3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» — ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.)
4. (ως ουσ. κατά παράλ. του τέττιξ) ο αρσενικός τζίτζικας («ἡνίκ' ἄν ἀχέτας ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ηχώηχή) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευνέτης, οφειλέτης)].

Greek Monotonic

ἠχέτης: -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. ἀχέτας, ἀχέτᾰ (ἠχέω), αυτός που ακούγεται καθαρά, εύηχος, οξύφωνος, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το τζιτζίκι, το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., ἀχέτας, , το αρσενικό τζιτζίκι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἠχέτης, ου, ἠχέω
clear-sounding, musical, Aesch., Eur.:—of the grasshopper, chirping, Hes., Anth.; and ἀχέτας, ου, alone, the chirper, the grasshopper, Ar.

Translations

Ainu: ヤキ; Albanian: gjinkallë; Arabic: زِيز‎, زيزيات; Armenian: կնճիթավոր ճպուռ, ցիկադա; Old Armenian: ճպուռն; Belarusian: цыка́да; Bengali: উচ্চিংড়ে; Bulgarian: цикада, жътвар; Burmese: ပုစဉ်းရင်ကွဲ; Catalan: cigala; Chepang: लीर्‌; Cherokee: ᎶᎶ; Chinese Mandarin: 蟬, 蝉, 知了; Czech: cikáda; Danish: cikade; Dutch: cicade; English: cicada; Esperanto: cikado; Estonian: tirt, tsikaad; Finnish: laulukaskas; French: cigale; Galician: carricanta, carriola, relo, cantaruxa, albariña; German: Zikade; Greek: τζιτζίκι, τζίτζικας; Cypriot Greek: ζίζιρος; Ancient Greek: τέττιξ, κερκώπη, μέμβραξ, τιτιγόνιον, τεττιγόνιον, ἠχέτης, ἀκανθίας; Hindi: शलभ, सिकाडा, झींगुर, झीँगुर; Hungarian: kabóca; Ilocano: andidit; Indonesian: tonggeret; Italian: cicala; Japanese: 蝉, セミ; Javanese: tonggèrèt; Khmer: រៃ; Korean: 매미, 쓰르라미; Lao: ຈັກຈັ່ນ; Latin: cicāda; Latvian: cikāde; Lithuanian: cikada; Macedonian: цикада; Malagasy: jorery; Malay: reriang; Malayalam: ചീവീട്; Manchu: ᠪᡳᠶᠠᠩᠰᡳᡴᡡ; Maori: tātarakihi; Mirandese: checharra; Navajo: wóóneeshchʼįįdii; Norwegian Bokmål: sikade; Persian: زنجره‎; Punjabi: ਬੀਂਡਾ; Polish: cykada; Portuguese: cigarra; Romanian: cicadă, cicoare; Russian: цикада; Serbo-Croatian Cyrillic: цврчак, цикада; Roman: cvrčak, cikada; Slovak: cikáda; Slovene: škržat; Spanish: chicharra, cigarra, coyuyo; Swedish: cikada; Tagalog: kulilis, kuliglig; Thai: จักจั่น; Ukrainian: цика́да; Vietnamese: ve sầu; Volapük: zikad; Zhuang: bid; fa: زنجره‌واران; ilo: andidit; ja: セミ; lv: cikāžu virsdzimta; ml: ചീവീട്; sw: nyenje-miti; zh_yue: 沙蟬