ἔπηλυς: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υδος<br /><b>1</b> qui arrive, qui vient du dehors;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι. | |btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υδος<br /><b>1</b> qui arrive, qui vient du dehors;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔπηλῠς:''' υ, gen. ῠδος adj. [[ἐπελεύσομαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[приходящий]]: ἔλθετε ἐπήλυδες [[αὖθις]] Soph. придите вновь, вернитесь;<br /><b class="num">2)</b> [[пришлый]], [[иноземный]] (ἔθνεα Her.; [[γένεσις]] Plat.; ἐπιθυμίαι Plut.).<br />ῠδος ὁ (тж. ἀνὴρ ἔ. Aesch., Plut.) пришелец, иноземец Thuc., Isocr., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔπηλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, ([[ἐπήλυθον]]),<br /><b class="num">I.</b> φερμένος σε ένα [[μέρος]], ἐπήλυδες [[αὖθις]], που έρχονται [[πίσω]] σε μένα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> νεοεισερχόμενος, [[ξένος]], [[αλλοδαπός]], Λατ. [[advena]], αντίθ. προς το [[αὐτόχθων]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''ἔπηλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, ([[ἐπήλυθον]]),<br /><b class="num">I.</b> φερμένος σε ένα [[μέρος]], ἐπήλυδες [[αὖθις]], που έρχονται [[πίσω]] σε μένα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> νεοεισερχόμενος, [[ξένος]], [[αλλοδαπός]], Λατ. [[advena]], αντίθ. προς το [[αὐτόχθων]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 20:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον)
A one who comes to a place, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις = come back to me (for they were going away), S. Ph.1190 (anap.).
II incomer, stranger, foreigner, opp. αὐτόχθων, Hdt.1.78, 4.197; ἄνδρας πολεμίους ἐ. A.Pers.243 (troch.), cf. Th.34, Supp.195, Th.1.29; Adj., ἔ. γένεσις Pl.Mx.237b; ἔ. βίος J.AJ8.12.2: also in neut. pl., ἐπήλυδα ἔθνεα Hdt.8.73: neut. sg., ἐπήλυδος γένους D.H.1.60; ὕδωρ ἔπηλυ Paus.2.5.3.
German (Pape)
[Seite 920] υδος, ὁ, ἡ (ἤλυθον), der Ankömmling, Fremdling; πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας Aesch. Pers. 243; ὦ ξένοι ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις, kommt wieder, Soph. Phil. 1175; ξενοφονεῖν ἐπήλυδας Eur. I. T. 1021; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde, Plat. Menex. 237 b; Ggstz von αὐτόχθων, Her. 1, 78. 4, 197; Isocr. 4, 33; Thuc. 1, 29; auch ἐπήλυδα ἔθνεα, Her. 8, 73; τοῦ ἐπήλυδος γένους, D. Hal. 1, 60; τὸ ὕδωρ ἔπηλυ, Paus. 2, 5, 3.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υδος
1 qui arrive, qui vient du dehors;
2 étranger.
Étymologie: ἐπελεύσομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἔπηλῠς: υ, gen. ῠδος adj. ἐπελεύσομαι
1) приходящий: ἔλθετε ἐπήλυδες αὖθις Soph. придите вновь, вернитесь;
2) пришлый, иноземный (ἔθνεα Her.; γένεσις Plat.; ἐπιθυμίαι Plut.).
ῠδος ὁ (тж. ἀνὴρ ἔ. Aesch., Plut.) пришелец, иноземец Thuc., Isocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον) ἐπανερχόμενος, ἔλθετ’ ἐπήλυδες αὖθις, στράφητε καὶ ἔλθετε πάλιν (ἐπειδὴ ἀνεχώρουν), Σοφ. Φιλ. 1190. ΙΙ. ξένος, νεωστὶ ἐλθών, ἄλλοθεν ἐλθών, Λατ. advena, ἀντίθ. τῷ αὐτόχων, Ἡρόδ. 1. 78., 4. 197, καὶ Ἀττ., ἄνδρας πολεμίους ἐπ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 243, πρβλ. Θήβ. 34, Ἱκέτ. 195·- ὡσαύτως κατ’ οὐδέτ. πληθ., ἐπήλυδα ἔθνεα Ἡρόδ. 8. 73· οὐδέτ. ἑνικ., ἐπήλυδος γένους Διον. Ἁλ. 1. 60· ὕδωρ ἔπηλυ Παυσ. 2. 5, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήλυδας. 2) = προσήλυτος, Φίλων ΙΙ. 392. 21, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1028Β.
Greek Monolingual
ἔπηλυς, -υ (AM)
ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ' ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.)
2. προσήλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ρ. ελεύθω «έρχομαι»)
το -η- του -ηλυς είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].
Greek Monotonic
ἔπηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον),
I. φερμένος σε ένα μέρος, ἐπήλυδες αὖθις, που έρχονται πίσω σε μένα, σε Σοφ.
II. νεοεισερχόμενος, ξένος, αλλοδαπός, Λατ. advena, αντίθ. προς το αὐτόχθων, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐλεύσομαι.
Middle Liddell
ἔπηλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, ἐπήλυθον
I. one who comes to a place, ἐπήλυδες αὖθις coming back to me, Soph.
II. an incomer, stranger, foreigner, Lat. advena, opp. to αὐτόχθων, Hdt., Aesch.
Frisk Etymology German
ἔπηλυς: {épēlus}
Meaning: eingewandert, Fremdling
See also: s. ἐλεύσομαι.
Page 1,534