ὑπερακοντίζω: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=être plus fort <i>ou</i> plus habile à lancer le javelot ; <i>p. ext.</i> surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἀκοντίζω]]. | |btext=être plus fort <i>ou</i> plus habile à lancer le javelot ; <i>p. ext.</i> surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἀκοντίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερᾰκοντίζω:''' досл. одолевать в копьеметании, перен. превосходить, превышать (τινά τινι Arph., Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[υπερακοντίζω]], δηλ. [[υπερτερώ]] από, [[ξεπερνώ]] κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· [[ὑπερακοντίζω]] τινὰ κλέπτων, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[κλεψιά]], στον ίδ. | |lsmtext='''ὑπερᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[υπερακοντίζω]], δηλ. [[υπερτερώ]] από, [[ξεπερνώ]] κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· [[ὑπερακοντίζω]] τινὰ κλέπτων, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[κλεψιά]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[overshoot]], i. e. to [[outdo]], c. acc., Ar.; ὑπ. τινὰ κλέπτων to [[outdo]] one in [[stealing]], Ar. | |mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[overshoot]], i. e. to [[outdo]], c. acc., Ar.; ὑπ. τινὰ κλέπτων to [[outdo]] one in [[stealing]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:57, 3 October 2022
English (LSJ)
overshoot, i. e. outdo, Νικίαν ταῖς μηχαναῖς Ar.Av. 363 (troch.); διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα I overshot him with my 200 kine, Id.Eq.659, cf. Diph.66.5; also κλέπτων τοὺς βλέποντας ὑπερηκόντικεν has outdone them in stealing, Ar.Pl.666:—Pass., [ἡ ἰατρικὴ] ὑπερηκοντίσθη κατὰ τὴν ἀξίαν πασῶν τῶν κατὰ τὸν βίον χρειῶν has been made to excel... Alex.Aphr.Pr.2Prooem.
German (Pape)
[Seite 1190] mit dem Spieße darüber wegwerfen, übertr., übertreffen, τινά τινι, Einen worin, Ar. Av. 363; auch τινά mit folgdm partic., Plut. 666; σὲ ὑπερηκόντισε τῇ ἀπαιδευσίᾳ Luc. adv. ind. 14.
French (Bailly abrégé)
être plus fort ou plus habile à lancer le javelot ; p. ext. surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.
Étymologie: ὑπέρ, ἀκοντίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερᾰκοντίζω: досл. одолевать в копьеметании, перен. превосходить, превышать (τινά τινι Arph., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ὡς καὶ νῦν, ὑπερτερῶ, περνῶ, Νικίαν ταῖς μνηχαναῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 363· ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ.· ἀλλά, διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα, ὑπερέβαλον αὐτὸν διὰ τῶν διακοσίων μου βοῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 659, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 5· ὡσαύτως, ὑπ. τινὰ κλέπτων, ὑπερτερῶ εἰς τὸ κλέπτειν, Ἀριστοφ. Πλ. 666.
Greek Monolingual
ὑπερακοντίζω ΝΜΑ
1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους
2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.
γ. «ὑπερακοντίζεις σύ γ' ἤδη Νικίαν ταῖς μηχαναῑς», Αριστοφ.)
μσν.
1. τρυπώ, διαπερνώ με το ξίφος
2. μτφ. εκτοξεύω, στέλνω μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀκοντίζω «ρίχνω ακόντιο, χτυπώ»].
Greek Monotonic
ὑπερᾰκοντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, υπερακοντίζω, δηλ. υπερτερώ από, ξεπερνώ κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· ὑπερακοντίζω τινὰ κλέπτων, ξεπερνώ κάποιον στην κλεψιά, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to overshoot, i. e. to outdo, c. acc., Ar.; ὑπ. τινὰ κλέπτων to outdo one in stealing, Ar.