ὑποθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=échauffer doucement <i>ou</i> au fond.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θάλπω]].
|btext=échauffer doucement <i>ou</i> au fond.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θάλπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθάλπω:''' [[подогревать]], [[разгорячать]]: [[ὑπό]] μ᾽ αὖ μανίαι θάλπουσι Aesch. снова охватывает меня жар безумия; τέφρῃ [[πῦρ]] ὑποθαλπόμενον Anth. тлеющий под пеплом огонь.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]] εσωτερικά, σε Αισχύλ. — Παθ., [[ανάβω]] [[κρυφά]] [[κάτι]], με δοτ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑποθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]] εσωτερικά, σε Αισχύλ. — Παθ., [[ανάβω]] [[κρυφά]] [[κάτι]], με δοτ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθάλπω:''' [[подогревать]], [[разгорячать]]: [[ὑπό]] μ᾽ αὖ μανίαι θάλπουσι Aesch. снова охватывает меня жар безумия; τέφρῃ [[πῦρ]] ὑποθαλπόμενον Anth. тлеющий под пеплом огонь.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[heat]] [[inwardly]], Aesch.:—Pass. to [[glow]] under a [[thing]], c. dat., Anth.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[heat]] [[inwardly]], Aesch.:—Pass. to [[glow]] under a [[thing]], c. dat., Anth.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθάλπω Medium diacritics: ὑποθάλπω Low diacritics: υποθάλπω Capitals: ΥΠΟΘΑΛΠΩ
Transliteration A: hypothálpō Transliteration B: hypothalpō Transliteration C: ypothalpo Beta Code: u(poqa/lpw

English (LSJ)

A heat inwardly, ὑπό μ' αὖ . . μανίαι θάλπουσ' A.Pr.878 (anap.); ὑ. τινὰ τέχνῃ Philostr.VA1.34; warm up, in literal sense, Ruf. Sat.Gon.22. 2 light or kindle secretly, ἐλπίδα τινός Ael.Fr. 306:—Pass., glow under, τέφρη (sc. ἁρπάζουσα) πῦρ ὑποθαλπόμενον AP12.92 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1217] ein wenig od. gelinde erwärmen; in tmesi bei Aesch., ὑπό μ' αὖ μανίαι θάλπουσι Prom. 880; τέφρῃ πῦρ ὑποθάλπεται Mel. 4 (XII, 92).

French (Bailly abrégé)

échauffer doucement ou au fond.
Étymologie: ὑπό, θάλπω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθάλπω: подогревать, разгорячать: ὑπό μ᾽ αὖ μανίαι θάλπουσι Aesch. снова охватывает меня жар безумия; τέφρῃ πῦρ ὑποθαλπόμενον Anth. тлеющий под пеплом огонь.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθάλπω: μέλλ. -ψω, ἐσωτερικῶς θερμαίνω, ὑπό μ’ αὖ... μανίαι θάλπουσιν Αἰσχύλ. Προμ. 880· ὑπ. τινὰ τέχνῃ Φιλόστρατος 43. 2) ἀνάπτω, ἐξάπτω κρυφίως, ἐλπίδα Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ὠδίν. ― Παθητ., καίομαι ὑποκάτωθεν, τέφρῃ πῦρ ὑποθαλπόμενον, καιόμενον ὑπὸ τὴν τέφραν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 92.

Greek Monolingual

ὑποθάλπω, ΝΑ θάλπω
1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς
2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω
νεοελλ.
συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφάυποθάλπω ληστή»)
αρχ.
1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι το οποίο κρατώ καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσιν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ὑποθάλπω: μέλ. -ψω, θερμαίνω εσωτερικά, σε Αισχύλ. — Παθ., ανάβω κρυφά κάτι, με δοτ., σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ψω
to heat inwardly, Aesch.:—Pass. to glow under a thing, c. dat., Anth.