ὠμοβόειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de cuir de bœuf non tanné.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[βοῦς]].
|btext=α, ον :<br />de cuir de bœuf non tanné.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[βοῦς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοβόειος:''' и [[ὠμοβόεος]] 3 [[ὠμός]] из невыделанной бычачьей шкуры (δέρματα Her.; γέρρα Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοβόειος:''' и [[ὠμοβόεος]] 3 [[ὠμός]] из невыделанной бычачьей шкуры (δέρματα Her.; γέρρα Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠμο-[[βόειος]], ''Ionic'' -[[βόεος]], or [[ὠμοβόϊνος]], η, ον<br />of raw, [[untanned]] ox-[[hide]], Hdt., Xen.:— ἡ [[ὠμοβοέη]] (sc. [[δορά]]) a raw ox-[[hide]], Hdt.
|mdlsjtxt=ὠμο-[[βόειος]], ''Ionic'' -[[βόεος]], or [[ὠμοβόϊνος]], η, ον<br />of raw, [[untanned]] ox-[[hide]], Hdt., Xen.:— ἡ [[ὠμοβοέη]] (sc. [[δορά]]) a raw ox-[[hide]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοβόειος Medium diacritics: ὠμοβόειος Low diacritics: ωμοβόειος Capitals: ΩΜΟΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: ōmobóeios Transliteration B: ōmoboeios Transliteration C: omovoeios Beta Code: w)mobo/eios

English (LSJ)

α, ον, Ion. ὠμοβόεος, or ὠμοβόϊνος, A of raw, untanned ox-hide, ἀσπίδας ὠμοβοΐνας Hdt.7.76,79; γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (v.l. ὠμοβόϊνα) X.An.4.7.22; δερμάτων ὠμοβοείων (v.l. βοΐνων) ib.26; σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις ib.7.3.32 codd.:—ἡ ὠμοβοέη (sc. δορά), a raw ox-hide (cf. λεοντέη, etc.), Hdt.3.9, 4.65: in later writers usually in form ὠμοβόϊνος, Str.15.1.42, D.S.3.8, etc.: acc. pl. ὠμοβοεῖς in AP6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. ὠμοβοεύς. II ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα . . having set before me a slice of raw beef, and mixed me three cups yet more raw than beef, AP11.137 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de cuir de bœuf non tanné.
Étymologie: ὠμός, βοῦς.

Russian (Dvoretsky)

ὠμοβόειος: и ὠμοβόεος 3 ὠμός из невыделанной бычачьей шкуры (δέρματα Her.; γέρρα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοβόειος: -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) αὐτόθι 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας αὐτόθι 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. λεοντέη, κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ τύπος -βόϊνος, οἷον παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ ὥσπερ ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία χρῆσις, ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας τεμάχιον ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας τρία ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ.

Greek Monolingual

-εία, -ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, -έη, -ον, και ὠμοβόϊνος, -ΐνη, -ον, και ὠμοβόϊος, -ΐα, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη
(ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠμοβόειον
ωμό βοδινό κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βόειος/ βόϊ(ν)ος (< βοῦς, βοός)].

Greek Monotonic

ὠμοβόειος: Ιων. -βόεος ή ὠμοβόϊνος, , -ον, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο δέρμα βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά), ακατέργαστο δέρμα βοδιού, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὠμο-βόειος, Ionic -βόεος, or ὠμοβόϊνος, η, ον
of raw, untanned ox-hide, Hdt., Xen.:— ἡ ὠμοβοέη (sc. δορά) a raw ox-hide, Hdt.