ἐκλογίζομαι: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[ | |mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> Dep. to [[compute]], [[calculate]], Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[consider]], [[reflect]] on, τι Hdt., Eur.; [[περί]] τινος Thuc.<br /><b class="num">3.</b> to [[reckon]] on, οὐδεὶς [[αὑτοῦ]] θάνατον ἐκλογίζεται Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 1 November 2022
English (LSJ)
A compute, reckon, τὰς εὐθύνας Harp.s.v. λογισταί; τὸ ἀργύριον IG9(1).694.104 (Corc.), cf. 22.1263.12:—Pass., ἀριθμὸν..ἐκ τῶν ἀντιγράφων-λογισθέντα ib.7.3073.56 (Lebad.). 2 consider, reflect on, τι Hdt.3.1,E.IA1409, Th.4.10; περί τινος Id.2.40, And.1.57; ἐ. πρὸς οἵους..ὁ ἀγὼν ἔσται Th.1.70; ἐ. ὅτι.. D.21.123; τίς ὢν πρὸς οὕστινας ἐπολέμει Aeschin.1.64: aor. ἐκλογισθῆναι in pass. sense, to be calculated, Plu.Publ.15. 3 reckon on, οὐδεὶς ἔθ' αὑτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται E.Supp.482. 4 reckon up, relate in detail, Plb.3.99.3, 10.9.3, D.H.11.40. II=ἐκλογέομαι, τινὶ περί τινος App.BC3.43.
Spanish (DGE)
• Grafía: inscr. y pap. frec. ἐγλ-
I 1reflexionar, tener en cuenta, considerar τὰ χρηστά τἀναγκαῖά τε E.IA 1409, ἆρ' ἐκλογίζομαί γε πρὸς τὸ δυσμενὲς μᾶλλον φρένας τοῦδ' ...; ¿acaso considero sus intenciones más bien en sentido de enemistad? E.Hec.745, cf. Hdt.3.1, οὐδεὶς ἔθ' αὑτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται E.Supp.482, εἰ σωφρόνως τις αὐτὸν (πόλεμον) ἐκλογίζοιτο Th.1.80, cf. Plb.4.12.2, 16.36.1, ἅπαν τὸ περιεστὼς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10, cf. Hdt.9.89, Antipho Fr.1a.3.17, τὴν ἰδίαν ἀσθένειαν Ph.2.403, cf. Epicur.Ep.[3] 116, Plu.2.168b, D.C.42.26.4, App.BC 1.114, Max.Tyr.13.1, Iambl.VP 155, D.Chr.38.1
•c. or. complet. ὅτι ... D.21.123, c. interr. indir. πρὸς οἵους ... ὁ ἀγὼν ἔσται Th.1.70, περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν Th.2.40, τίς ὢν πρὸς οὕστινας ἐπολέμει Aeschin.1.64, c. giro prep. ἀνθρωπίνως περὶ τῶν πραγμάτων ἐκλογίζεσθαι And.Myst.57, cf. D.50.62, D.S.10.9.3
•reflexionar y sacar conclusiones, evaluar ἡ πρόφασις, οἵη· χαλεπόν ἐστιν ἐκλογίσασθαι Hp.Epid.6.8.26, αὐτὰ (σημεῖα) κρίνειν τε καὶ ἐκλογίζεσθαι Hp.Prog.25, πάνυ ἐμπείρως καὶ φρονίμως Plb.3.33.8, cf. I.AI 17.333.
2 contar, exponer τὴν ἐσομένην ὁρμὴν ... πρὸς αὐτούς Plb.3.99.3, τοῖς ἐκλογισμοῖς χρησάμενος, οἷς ἡμεῖς ἀνώτερον ἐξελογισάμεθα actuando según las informaciones expuestas antes por nosotros Plb.10.9.3, ἀκολουθίαν πραγμάτων Ph.2.507, cf. D.H.11.40, ἐφεξῆς Them.Or.15.184c.
3 dar explicaciones, excusarse c. dat. y giro prep. περὶ τοῦδε σφίσιν ἐκλογιούμενος App.BC 3.43.
II 1econ. pedir cuentas, exigir la rendición de cuentas c. ac. de obj. int. τὰς εὐθύνας Arist.Fr.446, (τὸ ἀργύριον) νομοφύλακες ἐκλογιζούσθω καθὼς καὶ τὰ ἄλλα ... χρήματα IG 9(1).694.104 (Corcira), τοὺς λογισμοὺς ἀπέδωκεν ὀρθῶς καὶ ... τὰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐξελογίσατο ὅσοι τι τῶν κοινῶν διεχείρισαν IG 22.1263.12 (III a.C.), c. un segundo ac. de pers. οὐκ ἐξελογίζοντο αὐτοὺς τὸ ἀργύριον τὸ διδόμενον αὐτοῖς no les pedían cuentas del dinero que se les había dado LXX 4Re.22.9.
2 calcular, contar, hacer el recuento τὰ προσοφειλόμενα Plb.1.66.11, τὰ διαστήματα τῶν Ἀχαϊκῶν πόλεων ... καὶ ποῖαι δύνανται ... Plb.16.36.1, τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ Sud.ε 480, en v. pas. πρὸς τὸν ἀριθμὸν τὸν ἐκ τῶν ἀντιγράφων ἐκλογισθέντα de acuerdo con el número (de letras) calculado a partir de la copia (de la inscripción) IG 7.3073.56 (Lebadea II a.C.), cf. UPZ 14.41 (II a.C.), τὸν μέγιστον ... τῶν ἰδιωτικῶν πλούτων ἐκλογισθέντα la que se ha calculado mayor de las fortunas privadas Plu.Publ.15.
3 preparar un extracto de, extractar lo principal de τὰ συναλλάγματα POxy.34.1.9 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 767] ausrechnen, berechnen; Plut. Crass. 17 u. a. Sp. (ἐξελογίσθην ist pass., Plut. Popl. 15); dah. überlegen, bedenken, τὰ χρηστά Eur. I. A. 1410; θάνατον, in Anschlag bringen, Suppl. 482; Her. 3, 1, Thuc. 1, 70; περί τινος, 2, 40; ὅστις ὢν ἐπολέμει Aesch. 1, 64; auseinandersetzen, Pol. u. A.; – Rechenschaft ablegen, = ἐκλογέομαι, τινὶ περί τινος, App. B. C. 3, 43.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκλογιοῦμαι, ao. ἐξελογισάμην, ao. au sens Pass. ἐξελογίσθην;
calculer, compter, mettre en ligne de compte, tenir compte de, acc. ; en gén. apprécier, considérer.
Étymologie: ἐκ, λογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλογίζομαι:
1) исчислять, считать (τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων Arst.; προσόδους πόλεων и πλοῦτος ἐκλογισθείς Plut.);
2) принимать в расчет, обдумывать (σωφρόνως τι Thuc.): ὅταν ἔλθῃ πόλεμος, οὐδεὶς αὐτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται Eur. когда настала война, никто о своей смерти не думает; ἐκλογίσασθαι τὰ χρηστὰ τἀναγκαῖά τε Eur. взвесить то, что полезно и необходимо; ταῦτα ἐκλογιζόμενος Her. рассуждая таким образом;
3) подробно излагать, объяснять (τὴν ἐσομένην ὁρμήν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλογίζομαι: ἀποθ., ἐξελέγχω, «λογισταὶ... οἳ τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων ἐκλογίζομαι... ὅταν τὰς ἀρχὰς ἀποθῶνται οἱ ἄρχοντες» Ἁρποκρ. ἐν λέξει λογισταὶ (Ἀριστ. Ἀποσπ. 406)· λογαριάζω, ἀριθμῶ, τὸ ἀργύριον Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 104. 2) διαλογίζομαι, σκέπτομαί τι, ταῦτα δὴ ἐκλογιζόμενος, ἐποίησε τάδε Ἡρόδ. 3. 1, Εὐρ. Ι. Α. 1410, Θουκ. 4. 10· περί τινος ὁ αὐτ. 2. 40, Ἀνδοκ. 8. 27· ἐκλ. πρὸς οἵους... ὁ ἀγὼν ἔσται Θουκ. 1. 70· ἐκλ. ὅτι... Δημ. 555. 8· ― ὁ ἀόρ. ἐκλογισθῆναι ἐπὶ παθ. ἐννοίας, Πλουτ. Ποπλικ. 15. 3) λογαριάζω, σκέπτομαι περί τινος, ὅταν γὰρ ἔλθῃ πόλεμος ἐς ψῆφον πόλεως, οὐδεὶς ἔθ’ αὐτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται Εὐρ. Ἱκ. 482. 4) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, ἀπαριθμῶ, ἐκτίθημι, ἐκλογιζόμενος διὰ πλειόνων τὴν ἐσομένην ὁρμὴν καὶ μετάπτωσιν κτλ. Πολύβ. 3. 99, 3., 10. 9, 3. ΙΙ. = ἐκλογέομαι, Ἀππ. Ἐμφ. 3. 43.
Greek Monolingual
ἐκλογίζομαι (Α)
1. ελέγχω
2. υπολογίζω, λογαριάζω
3. συλλογίζομαι
4. λαμβάνω υπ' όψιν
5. διηγούμαι λεπτομερώς
6. προφασίζομαι.
Greek Monotonic
ἐκλογίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.,
1. λογαριάζω, αριθμώ, σε Πλούτ.
2. σκέφτομαι, φρονώ, εξετάζω, μελετώ, συλλογίζομαι, στοχάζομαι πάνω σε, τι, σε Ηρόδ., Ευρ.· περί τινος, σε Θουκ.
3. υπολογίζω, λογαριάζω, οὐδεὶς αὑτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. Attic -ιοῦμαι
1. Dep. to compute, calculate, Plut.
2. to consider, reflect on, τι Hdt., Eur.; περί τινος Thuc.
3. to reckon on, οὐδεὶς αὑτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται Eur.