ψό: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 27: Line 27:
{{trml
{{trml
|trtx====[[pshaw]]===
|trtx====[[pshaw]]===
Chinese Mandarin: 呸; English: [[pshaw]], [[fie]], [[for shame]], [[nuts]], [[damn it]], [[dammit]]; French: [[peuh]]; German: [[pah]]; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: [[тьфу]], [[фу]], [[фи]]; Spanish: ¡[[bah]]; Vietnamese: xì
Chinese Mandarin: 呸; English: [[pshaw]], [[fie]], [[for shame]], [[nuts]], [[damn it]], [[dammit]]; French: [[pouah]], [[peuh]]; German: [[pah]]; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: [[тьфу]], [[фу]], [[фи]]; Spanish: ¡[[bah]]; Vietnamese: xì
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 17 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψό Medium diacritics: ψό Low diacritics: ψο Capitals: ΨΟ
Transliteration A: psó Transliteration B: pso Transliteration C: pso Beta Code: yo/

English (LSJ)

a shepherd's call, S.Fr.521, cf. Ael.Dion.Fr.337.
II an exclamation of disgust or contempt, pshaw! Phot.; dub. in A.Fr.82, Ar.Fr.892/3.

German (Pape)

[Seite 1401] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.

French (Bailly abrégé)

interj.
expression marquant le dégoût, le mépris : pouah !.

Russian (Dvoretsky)

ψο: interj. тьфу! Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ψό: πομενικὸν ἐπίφθεγμα, Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.

Greek Monolingual

ΜΑ
επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση
αρχ.
ποιμενικό επίφθεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].

Translations

pshaw

Chinese Mandarin: 呸; English: pshaw, fie, for shame, nuts, damn it, dammit; French: pouah, peuh; German: pah; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: тьфу, фу, фи; Spanish: ¡bah; Vietnamese: xì