ψό: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(Bailly1_5)
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pso
|Transliteration C=pso
|Beta Code=yo/
|Beta Code=yo/
|Definition=a shepherd's call, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>521</span>, cf. <span class="bibl">Ael.Dion.<span class="title">Fr.</span>337</span>. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> an exclamation of disgust or contempt, <b class="b2">pshaw!</b> Phot.; dub. in <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>82</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>892</span>/<span class="bibl">3</span>.</span>
|Definition=a [[shepherd]]'s [[call]], ''S.Fr.''521, cf. ''Ael.Dion.Fr.''337.<br><span class="bld">II</span> an [[exclamation]] of [[disgust]] or [[contempt]], [[pshaw]]! Phot.; dub. in ''A.Fr.''82, ''Ar.Fr.''892/''3''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.
}}
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br /><i>expression marquant le dégoût, le mépris</i> : [[pouah]] !.
}}
{{elru
|elrutext='''ψο:''' interj. [[тьфу]]! Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψό''': πομενικὸν [[ἐπίφθεγμα]], Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.
|lstext='''ψό''': πομενικὸν [[ἐπίφθεγμα]], Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>interj.</i><br /><i>expression marquant le dégoût, le mépris</i> : pouah !.
|mltxt=ΜΑ<br />[[επιφώνημα]] που δήλωνε [[αηδία]], [[αποστροφή]] ή [[αγανάκτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ποιμενικό [[επίφθεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «[[ψώρα]], [[ακαθαρσία]], [[αιθάλη]]» ([[πρβλ]]. <i>ψώα</i>, [[ψόλος]], [[ψόθος]] [Ι]), [[αλλά]] και «[[θόρυβος]], [[υπόκωφος]] [[ήχος]]» ([[πρβλ]]. [[ψόθος]] [II], [[ψόφος]][Ι]). Είναι δύσκολο, [[ωστόσο]], να επισημανθεί με [[βεβαιότητα]] σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» ([[πρβλ]]. [[ψεύδομαι]], [[ψυχή]]) ή στην <i>bhes</i>- «[[τρίβω]], [[χτυπώ]]» ([[πρβλ]]. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[pshaw]]===
Chinese Mandarin: 呸; English: [[pshaw]], [[fie]], [[for shame]], [[nuts]], [[damn it]], [[dammit]]; French: [[pouah]], [[peuh]]; German: [[pah]]; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: [[тьфу]], [[фу]], [[фи]]; Spanish: ¡[[bah]]; Vietnamese: xì
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 17 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψό Medium diacritics: ψό Low diacritics: ψο Capitals: ΨΟ
Transliteration A: psó Transliteration B: pso Transliteration C: pso Beta Code: yo/

English (LSJ)

a shepherd's call, S.Fr.521, cf. Ael.Dion.Fr.337.
II an exclamation of disgust or contempt, pshaw! Phot.; dub. in A.Fr.82, Ar.Fr.892/3.

German (Pape)

[Seite 1401] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.

French (Bailly abrégé)

interj.
expression marquant le dégoût, le mépris : pouah !.

Russian (Dvoretsky)

ψο: interj. тьфу! Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ψό: πομενικὸν ἐπίφθεγμα, Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.

Greek Monolingual

ΜΑ
επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση
αρχ.
ποιμενικό επίφθεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].

Translations

pshaw

Chinese Mandarin: 呸; English: pshaw, fie, for shame, nuts, damn it, dammit; French: pouah, peuh; German: pah; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: тьфу, фу, фи; Spanish: ¡bah; Vietnamese: xì