καταφυγή: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=ἡ [[refugio]] como advoc. de Dios, en pap. crist. ἐρεῖ τοῦ θ(εο)ῦ καὶ κ. μου καὶ βοηθώς μου, ἐλπίζω ἐπ' αὐτόν <b class="b3">dirá a Dios mi refugio y mi defensor, confío en El</b> SM 29 12 | |esmgtx=ἡ [[refugio]] como advoc. de Dios, en pap. crist. ἐρεῖ τοῦ θ(εο)ῦ καὶ κ. μου καὶ βοηθώς μου, ἐλπίζω ἐπ' αὐτόν <b class="b3">dirá a Dios mi refugio y mi defensor, confío en El</b> SM 29 12 | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Zuflucht]], [[Zufluchtsort]]</i>; [[ἔχει]] γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν Eur. <i>Suppl</i>. 267; [[οὗτος]] ἦν [[μοι]] [[καταφυγὴ]] σωτηρίας <i>Or</i>. 722; καταφυγὰς ποιεῖσθαι, = καταφυγεῖν, εἴς τινα, 566, wie Antiph. 1.4; καταφυγὴν [[εἶναι]] εἰς θεούς Plat. <i>Legg</i>. III.699b; Xen. <i>Hell</i>. 2.4.8; ἀσφαλεστάτη Isocr. 4.41. – <i>[[Ausflucht]]</i>, Dem. 54.21. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A place of refuge, Hdt.7.46; ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς E.Supp.267; καταφυγὴ σωτηρίας a safe retreat, Id.Or.724; μηδεμίαν ἔχειν καταφυγήν Isoc.14.55; μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Arist.EN1155a12; κύριος καταφυγὴ μου LXX Ex.17.15; ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι Sammelb.4638.29 (ii B.C.), etc. 2 c. gen. obj., καταφυγὴ κακῶν refuge from evils E.Or.448 (pl.); τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων καταφυγὴ εἶναι τοὺς βωμούς Th.4.98; καταφυγὴν ποιεῖσθαι εἰς τέκνα E.Or.567 (pl.), cf. Antipho 1.4; ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς Pl.Lg.699b, etc.; ἡ εἰς τοὺς νόμους καταφυγὴ Hyp.Eux.10; ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ καταφυγὴ καὶ νόμος ὁ δεσπότης Men. 581. II way of escape, excuse, μεγάλων ἀδικημάτων D.46.9, cf. 54.21 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de se réfugier, refuge;
2 lieu de refuge.
Étymologie: καταφεύγω.
Spanish
Greek Monolingual
ἡ (AM καταφυγή) καταφεύγω
1. το να καταφεύγει κάποιος κάπου ή σε κάποιον για ασφάλεια ή αναζήτηση προστασίας
2. έκκληση, επίκληση
3. ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια ή σωτηρία, καταφύγιο
Greek Monotonic
καταφυγή: ἡ,
I. καταφύγιο, άσυλο, μέρος καταφυγής, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., κ. κακῶν, καταφύγιο από τις συμφορές, σε Ευρ., Θουκ.
II. τρόπος διαφυγής, αποχώρηση, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφυγή -ῆς, ἡ [καταφεύγω] toevluchtsoord, toevlucht:. κ. ἁμαρτημάτων voor misdrijven Thuc. 4.98.6; κ. κακῶν toevlucht uit de misère Eur. Or. 448.
Russian (Dvoretsky)
καταφῠγή: ἡ
1) убежище, прибежище (ἔχει καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς Eur.; κ. τὸ χωρίον ἐλάφοις Arst.): κ. σωτηρίας Eur. надежное убежище; κ. κακῶν Eur. спасение от бедствий; καταφυγὴν ἔχειν или ποιεῖσθαι εἴς τινα Eur. искать убежища у кого-л.;
2) уловка, увертка Dem.
Middle Liddell
καταφῠγή, ἡ,
I. a refuge, place of refuge, Hdt., Eur.: c. gen., κ. κακῶν refuge from evils, Eur., Thuc.
II. a way of escape, excuse, Dem.
English (Woodhouse)
refuge, place of refuge, place of retirement, place of retreat, way of escape
Léxico de magia
ἡ refugio como advoc. de Dios, en pap. crist. ἐρεῖ τοῦ θ(εο)ῦ καὶ κ. μου καὶ βοηθώς μου, ἐλπίζω ἐπ' αὐτόν dirá a Dios mi refugio y mi defensor, confío en El SM 29 12
German (Pape)
ἡ, Zuflucht, Zufluchtsort; ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν Eur. Suppl. 267; οὗτος ἦν μοι καταφυγὴ σωτηρίας Or. 722; καταφυγὰς ποιεῖσθαι, = καταφυγεῖν, εἴς τινα, 566, wie Antiph. 1.4; καταφυγὴν εἶναι εἰς θεούς Plat. Legg. III.699b; Xen. Hell. 2.4.8; ἀσφαλεστάτη Isocr. 4.41. – Ausflucht, Dem. 54.21.